Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Δεκεμβριανά

Δεν κοιμάμαι πολύ τελευταία. Όχι ότι κοιμόμουνα ποτέ ιδιαίτερα πολύ. Αλλά τον τελευταίο καιρό έχει παραγίνει. 4 ώρες τη μέρα. Προσπαθώ να εξουθενώνω το σώμα μου και το μυαλό μου στη δουλειά ώστε τα βράδια να πέφτω σε λήθαργο, αλλά δεν το καταφέρνω. Αντιθέτως, 4 ώρες ύπνου είναι αρκετές. Σηκώνομαι αξημέρωτα. Κάθομαι στον καναπέ μου και αναμετριέμαι με τον εαυτό μου και τις σκέψεις του. Και φυσικά με τα βιβλία μου. Ω ναι! Η αυπνία είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να κάνω αυτό που από μικρό παιδί απολάμβανα περισσότερο. Να διαβάζω. Ιστορίες, σκέψεις, αναζητήσεις. Την ανθρώπινη ψυχή σε λέξεις. Αν υποθέσουμε ότι χωράει.
Το βάρυνα λίγο. Βλέπεις είναι αυτή η πλευρά μου που δεν  τη χωράει εύκολα η καθημερινότητα. Δε μου αρέσει η ρουτίνα. Χαίρομαι με τη δουλειά μου, αλλά όταν αυτή ρουφάει 11 ώρες από την ημέρα μου, αισθάνομαι να ασφυκτιώ, να μην έχω χρόνο να ζήσω. Είναι που γεννήθηκα ανικανοποίητος. Είναι που ψάχνω διαρκώς κάτι να μου γεμίσει τη στιγμή και που αισθάνομαι σαν ψυχαναγκασμό το ότι πρέπει να συμβιβαστώ με τη ρουτίνα γιατί «έτσι είναι η ζωή». Δεν τα λέω εγώ, ο επί ετών ψυχοθεραπευτής μου τα λέει.
Όταν γνώρισα τη Φανή, μπορούσα ως δια μαγείας να κοιμάμαι καλά. Τις Κυριακές τα πρωινά για παράδειγμα, μπορούσα να κοιμάμαι ως τις 10. Γνωριστήκαμε το Δεκέμβρη του 12 στα γενέθλια της κολλητής μου της Μυρτώς, συμφοιτήτρια της Φανής στο μεταπτυχιακό της ΑΣΟΕΕ. Δεν αργήσαμε να ερωτευτούμε. Εκείνη την περίοδο ήμουνα στο τελευταίο έτος της σχολής και ταυτόχρονα δούλευα. Εκείνη είχε παρατήσει τα οικονομικά και είχε επιδοθεί στο πάθος της, στο χορό. Μάλιστα, είχε πρωτοπιάσει δουλειά στη σχολή χορού της περιοχής της και διακατεχόταν από τον ενθουσιασμό της πρώτης δουλειάς. Μοίραζα τη μέρα μου σε διάβασμα, δουλειά και στο να τρέχω από το Μαρούσι στη Γλυφάδα για να τη συναντήσω. Κάθε βράδυ. Έστω για μια αγκαλιά, ένα φιλί. Έμενε ο καθένας μας με τους γονείς του, οπότε ο κοινός ύπνος συνέβαινε κατόπιν ειδικών περιστάσεων. Τις τελευταίες αγκαλιές της ημέρας τις ανταλλάσσαμε στο αμάξι , σ’ ένα στενό κοντά από το σπίτι της, με το ραδιόφωνο να παίζει τον αγαπημένο της σταθμό. Περνούσανε έτσι 1-2 ώρες. Δεν ξεκολλούσαμε. Μετά γυρνούσα σπίτι και ως εκ θαύματος κοιμόμουνα αμέσως. Ο ύπνος μου είχε αποκτήσει νόημα. Χαλάρωνα και ένιωθα να κολυμπάω στον έρωτά της. Το σώμα μου βρισκόταν σε εγρήγορση, σαν σε έκσταση. Μου άρεσε να ηρεμώ, να κλείνω τα μάτια, να τη σκέφτομαι και ήταν λες και το είναι μου έψαχνε τη μυρωδιά και το άγγιγμά της. Πολλές φορές μέσα στο βράδυ την αναζητούσα κιόλας και ξυπνούσα να της το πω. Αλλά δεν ήταν εκεί.
Όταν αργότερα νοίκιασα το δικό μου σπίτι γιατί δεν άντεχε κανείς από τους 2 μας να κοιμόμαστε χώρια, τα πράγματα με τον ύπνο μου έγιναν ακόμα καλύτερα. Πέφταμε στο κρεβάτι και κάναμε έρωτα και κάθε φορά ήθελα να πάρω όλο και μεγαλύτερη γεύση από το σώμα της. Απ’ τον εαυτό της. Και να της δώσω κάτι περισσότερο από εμένα. Σαν να ζωντάνευαν οι ιστορίες έρωτα και αγάπης που με συντρόφευαν όλα τα μοναχικά μου βράδια. Και τα πρωινά. Για χρόνια ολόκληρα. Εκείνη κοιμόταν αμέσως κι εγώ την κοίταζα ήσυχα καθώς κοιμόταν στο στήθος μου και σχεδόν κρατούσα την αναπνοή μου μην τυχόν και την ξυπνήσω. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσα χάιδευα τα μαλλιά της.
Μια μέρα η Φανή αποφάσισε να μην είμαστε μαζί. Δεν προσπάθησα να την κρατήσω. Έφευγε κι εγώ την κοιτούσα. Σαν ψυχρό άγαλμα, που της έλεγε «κάνε ότι θέλεις». Μέρες και νύχτες έχω μετανιώσει γι αυτή μου την αδράνεια. Γι αυτό το λυγμό που έπνιξα. Για το «μείνε» που δεν κατάφερα να πω. Από εγωισμό, περηφάνια ή και από αγάπη. Ή και από ευγνωμοσύνη στη ζωή. Δέκα μήνες ευτυχίας ανείπωτης μου χαρίστηκαν σαν δώρο. Πόσο να ζητούσα; Έχει και για άλλους η ζωή. Εγώ το μερίδιο που μου αναλογούσε φαίνεται πως το είχα πάρει.
Έτσι λοιπόν ξαναγύρισα στις αυπνίες μου. Η μοναξιά μου έγινε σημαία μου και το μέσα μου σπαρταρούσε από τον πόνο. Δεν μπορούσα να κλάψω. Πιεζόμουνα για να το καταφέρω μήπως και ξορκίσω αυτή τη μαυρίλα που διαπότιζε το είναι μου. Άρχιζα να χάνω τα μαλλιά μου, να βγάζω εξανθήματα στα χέρια, να νιώθω το σώμα μου να πονάει αλλά το δάκρυ δεν έπεφτε! Εκεί! Άκαμπτο! Να μη με διευκολύνει καθόλου.
Είναι Δεκέμβρης του 14. Ένας χρόνος αφότου χωρίσαμε. Στόλισα στο σπίτι την αγαπημένη της γωνιά. Εκείνη πάνω στο τζάκι. Με αλεξανδρινά και φωτάκια. Εκείνη τα είχε διαλέξει. Για να μπαινοβγαίνει στο δωμάτιο μου, να με βρίσκει κοιμισμένο στον καναπέ μου και να χαμογελάει. Να κοιτάζει τα φωτάκια και να κάνει ευχές. Κι εγώ στη γωνιά του καναπέ να ψάχνω το σώμα της. Την αφή της. Να κοιτάζω  τις συσπάσεις του προσώπου της, όταν κάνουμε έρωτα. Να βρίσκει η αγκαλιά μου καταφύγιο.
Οι ερωτευμένοι τρέχουν.
Για να ξεγελάσουν τη ματαίωση.
Να παραβγούν στα όνειρα.

Να κατατροπώσουνε το χρόνο.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Κάλεσμα

Σε κάλεσα κοντά μου και ήρθες.

Μετά προσπαθούσα να μάθω κολύμπι στο "μαζί".
Σωστές ανάσες.
Άλλοτε βαθιές και αργές, άλλοτε κοφτές.

Αργότερα σε βασάνιζα.
Δεν ήταν που ήθελα να σε βασανίσω, ήταν που φοβόμουν την αγάπη.
Δεν ήταν που ήθελα να κλαίω, μα δεν είχα συνηθίσει να γελώ.
Ή δεν είχα μάθει να γελώ στα νερά σου.

Πάντα προσπαθούσα να γίνω κάτι.
Δέντρο να απλώνει τα κλαδιά του.
Να τα απλώνει και να τα απλώνει...
Μετά κατάλαβα ότι έτσι καθυστερούσα τη γέννηση μου.

Ξεκίνησα να ζω όταν παράτησα τον εαυτό μου.





Εσύ

Ξυπνούσες μέσα στη νύχτα και έμπλεκες τα χέρια σου γύρω από το σώμα μου.
Κι εγώ έκλεινα τα μάτια μου σφιχτά.
Για να καταργήσω την όραση μήπως και δυναμώσει η αίσθηση της αφής.
Και έτσι καταφέρω να κάνω τη στιγμή αιώνα.

Φωτογράφισες τα χέρια μας την πρώτη μας συνάντηση.
Παγωμένα μέσα στη βροχή.



Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Πράξη πρώτη

Μέχρι να μας χωρίσει ο θυμός, ήμουν η θάλασσα.
Μέχρι να μας χωρίσει ο φόβος, σώπαινα.

Δε μιλούσα σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μου.
Με το πρόσχημα μιας καλοσύνης, μην τυχόν και τους πέσει βαρύτερος ο καφές απ' ότι είχαν συνηθίσει.

Περιπλανιόμουνα ανάμεσα σε στενά που εκ πρώτης όψεως μου ήταν αποκρουστικά.
Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι έτσι έπρεπε να κάνω.
Είχα αφήσει απάτητους τους δρόμους που έμοιαζαν γοητευτικοί.
Φοβόμουνα τη μοναξιά εκεί.
Και προτίμησα την ανυπαρξία.

Όταν τα μάτια μου πλημμύριζαν με δάκρυα, τα πάταγα κάτω, τα μαστίγωνα.
Και ότι μέσα μου ήθελε να φωνάξει, του έδινα μια σφαλιάρα να σκάσει.
Μη σου πω ότι ζητούσα και τη βοήθειά τους να τα φρονιμεύσουν.
Να τα βάλουν τιμωρία για να μη διαμαρτυρηθούν.
Εκείνων με τα ατσαλάκωτα χαμόγελα.

Κάποια μέρα το καλοραμμένο κουστούμι από εκλεκτό ύφασμα άρχισε να με σφίγγει.
Να μου κόβει την αναπνοή.
Ως την ύστατη στιγμή, σας το λέω αλήθεια, προσπάθησα για λίγο να κρατηθώ στη ζωή.
Χωρίς να αναπνέω.

Λίγο αργότερα, κάποιο ανυπότακτο αντανακλαστικό έσκισε τα ρούχα μου.
Κι έμεινα γυμνή.
Και μόνη.
Και ήταν τόσο λυτρωτική η μοναξιά, που έμοιασε με το αγαπημένο μου τραγούδι που ακομα δεν είχε γραφτεί.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Κοντά σου

Σε κοιτούσα πίσω από τις γρίλιες.
Ένιωθα πιο άνετα να σε παρατηρώ χωρίς να με βλέπεις.
Τα μαλλιά σου φάνταζαν φωτεινότερα, τα μάτια σου πιο γελαστά.
Μια φορά που πλησίασα, παρατήρησα ότι το πρόσωπό σου έγινε χλωμό κι έτσι υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην σε πλησιάσω ποτέ ξανά τόσο πολύ.
Εκτός αν μου το ζητήσεις.

Γίνεται να φυλακίσεις τις λέξεις σε σιωπή και τη σιωπή σε τοίχους;
Πώς έχουμε παραμυθιαστεί έτσι..
Και μήπως οι λέξεις δεν είναι αυτές που φτωχαίνουν την αλήθεια;
Με την αυταπάτη τους τρεφόμαστε, ότι είναι ικανές να εκφράσουν ωκεανούς, να ερμηνεύσουν τις πλημμύρες.
Κι ας ξέρουμε ότι η ψυχή θα έχει πάντα ένα κομμάτι ανερμήνευτο, όμοιο μ αυτό που χαρίζεις όταν αγκαλιάζεις.

Κάτι τέτοια σου λέω κι εσύ ονειρεύεσαι.
Στρέφεις το βλέμμα σου προς τον ουρανό και χαιδεύεις τ' αστέρια.
Από το ίδιο υλικό άλλωστε είναι φτιαγμένη και η ψυχή σου.
Μακάρι να με άφηνες να την αγκαλιάσω, αλλά όπως σου είπα, το δικό σου κάλεσμα θα περιμένω.

Ο χρόνος φυλακίζεται;
Τον αποθηκεύουμε σε συμβόλαια, συμφωνίες, υποσχέσεις, συρρικνώνοντάς το παρόν, από φόβο μήπως ζήσουμε στο τώρα.
Και μετά γελάμε πικρά με την ειρωνεία της εγωιστικής μας ύπαρξης που δεν αφήνει το χρόνο να κυλήσει.
Κι αν είναι αργά;

Κάθε μέρα σέρνεις ένα "ήταν" προς ένα άγνωστο μέλλον.

Ανοιγόκλεισες τα μάτια σου κι από τα βλέφαρά σου ελευθερώθηκαν πνοές αγγέλων.
Τις ερωτεύτηκα.
Το χέρι σου; Χορεύετε;

https://www.youtube.com/watch?v=dMia7HJR2l4



Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Αντικατοπτρισμοί

Όταν τα βράδια έρχεσαι στο νησί μου, μοιάζει σαν να ξημερώνει.
Τα άστρα ανθίζουν στο φωτεινό λευκό τους κι ο ουρανός ενώνεται με τη θάλασσα.
Συνήθως με βρίσκεις απασχολημένη.
Να ξεριζώνω τα αγριόχορτα από τα παππούτσια μου και να απελπίζομαι που δεν μπορώ ή να χορεύω μόνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου.
Πού είμαστε αλήθεια εμείς οι άνθρωποι όταν είμαστε απασχολημένοι με το να μη ζούμε τη ζωή μας; Σε ποιά μακρινή χώρα κατοικούμε;

Απόψε με βρήκες τραυματισμένη.
Να γλείφω τις πληγές που άνοιξα και να κλαίω.
Να κλαίω που δεν μπορώ να πολεμήσω τους δαίμονές μου.

Χρόνια τώρα προσπαθώ να μάθω να κολυμπάω στους ωκεανούς.
Το χω βάλει στοίχημα να τα καταφέρω μια μέρα.
-Έχει γίνει σκοπός ζωής ξέρεις, κι αυτό που με τρομάζει πιο πολύ, είναι να μην ξεχάσω να ζω-.
Με γοητεύει το βάθος τους, αγαπώ το χρώμα τους, το απρόβλεπτο των κυμάτων τους.

-Για μια στιγμή επέπλευσα κιόλας. Και τότε ένιωσα τί σημαίνει παράδεισος.
Μα καλύτερα να μην είχα επιπλεύσει ποτέ. Γιατί η θλίψη της ανάμνησης είναι πικρότερη από την άγνοια-.

Στην υποψία ωκεανού, ταράζεται η ψυχή μου.
Αργά ή γρήγορα όμως, φοβάμαι ό,τι θα σηκωθούν άγρια κύματα και θα με πνίξουν.
Και συμβαίνει.
-Ένστικτο ή αυτοεκπληρούμενη προφητεία;-

Έτσι και σήμερα επέζησα με κόπο.
Τα σχέδια μου τόσο καιρό, οι κόποι, οι υπολογισμοί μου να μπορέσω να επιπλεύσω δεν απέδωσαν.
Να μαι πάλι στο νησί μου με γδαρμένα χέρια, ματωμένα χείλη, φοβισμένη καρδιά.



Στο όνειρό μου βρισκόμουνα ψηλά.
Έβλεπα όλο τον κόσμο, τους ωκεανούς, τις λίμνες, τα ποτάμια.
Φωτογράφιζα το σύμπαν σε κάθε μου ματιά και μια γαλήνη απλωνόταν παντού.
Μια φωνή από μέσα μου ακούστηκε εκκωφαντική στ αυτιά μου.
Κολύμπα στη λιμνούλα σου, μου είπε.


Αποδοχή: δεν τα αντέχω όλα.








Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Μαρτυρία

Ανεβάζω παραστάσεις
Αυλαία και πάμε
Κουστούμια και μάσκες
Σε γοργές εναλλαγές
Στέκομαι στις κουίντες και παρατηρώ

Διαστρεβλώνω την αλήθεια
Χαμογελάω εξαναγκασμένα
Μιλάω πολύ
Μάλλον από μοναξιά
Ή και εγωιστικά
Για να λάβω ένα χαμόγελο
Κι εκεί να νιώσω το κενό μου να γεμίζει

Έχω μάθει να είμαι ολιγαρκής
Μια σπίθα στο σκοτάδι
Πολλαπλασιάζω τη λάμψη και μεγαλώνω τη διάρκειά
Έτσι για να μην ξεχάσω να χαμογελώ
                                                                     - Φοβάμαι ότι τότε θα με χάσω-
Πατάω σε ξυράφια
Κανόνες και κλισέ
Προδιαγράφουν τις κινήσεις
Αντιστέκομαι
Ποντάρω στο να γράψω το δικό μου σενάριο
Και για στιγμές πείθομαι
Ότι θα ναι διαφορετικό
Πρωτό-τυπο
Σε βρίσκω συνεπιβάτη και βλέπω τη φλόγα στα μάτια σου
                                                          - Απάτη είναι, σπασμένοι καθρέφτες, δε βλέπω καλά -
Ερωτεύομαι σε σένα την προβολή του ανυπότακτου εαυτού μου
Ναρκισιστικός έρωτας σαν να λέμε
Του ανικανοποίητου
Του φοβισμένου που αγωνίζεται για να πάψει να φοβάται
Του τρυφερού που διψά για ελευθερία
                                                      - Και που ξεχνιέται φυλακισμένος στα σίδερά του-
Κι εκεί φοράς το φόβο και φεύγεις
Και μου επιβάλλεις κανόνες
Κι εκεί ανήμπορη παύω να ερωτεύομαι
Εσένα
                                                       - Για τις προβολές μου δεν είμαι σίγουρη
                                                         Ίσως τις ξαναψάξω αργότερα-
Κοιτώ τα αστέρια και στο άπειρο τους φωλιάζω την κραυγή μου
Για μένα δύναμη
Μα με έχουνε πείσει ότι είναι αδυναμία

Όλα προδιαγεγραμμένα
Φρουδικές και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις
τυποποιούν ανθρώπους και ψυχές
Θα θελα να κάνουν λάθος
Μα επιβεβαιώνονται διαρκώς
Σκιές σε εγωιστικά προσωπεία
Όποιος δε λυγίσει, κερδίζει
Όποιος προλάβει και φύγει
Ο πιο ευλύγιστος μέσα στο καλούπι τους

Όποιος συγχωρέσει, την πάτησε
Λεία στους φοβισμένους

Αυτός που θα χωρέσει ολόκληρος στην απάτη ισορροπεί
Και δεν είμαι καλή στα ψέμματα
Μα τελευταία φαίνεται ότι είμαι καλή στο κρυφτό
Και με τρομάζω γιατί για χρόνια το σιχαινόμουν

Ματαίωση: η τιμωρία όσων ονειρεύονται

https://www.youtube.com/watch?v=RwqB-VlveBY

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Δάκρυα

Όταν τελείωσαν οι λέξεις, ξεκίνησε να κλαίει.
Έκλαιγε μελάνι κι έγραφε σύμβολα.
Γέμιζαν τοίχους, τετράδια, γράμματα.
Καμβάδες με τοπία.
Και χρώματα.
Ενίοτε.

Ένα απλωμένο χέρι που έπαθε αγκίλωση.
Ένα ζεστό χαμόγελο που κάηκε.

Τα δάκρυα δεν είχαν τελειωμό.
Σκιές σε λευκά χαρτιά.
Καιρού επιτρέποντος.
Όταν στέρεψε από ήχο, έκλαψε θυμό.
Όταν στέρεψε από αγάπη, έκλαψε σιωπή.
Και ήταν τόσο άηχη που έκανε κρότο.


Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Συγχωρώ


Τί είναι ο έρωτας και αν ήταν έρωτας αυτό που ένιωσα για σένα έχω αναρωτηθεί μέρες και νύχτες, χαρούμενες και λυπημένες, μέρες που σε θυμάμαι κι άλλες που σε ξεχνάω, μιας και η μνήμη κρατάει μόνο τις καλές στιγμές, όπως τις στιγμές του έρωτά μας που για μήνες θυμάμαι το πρόσωπό μου να φοράει ένα χαμόγελο σπινθηροβόλο, το σώμα μου να σφύζει από ενέργεια, να ανατριχιάζει σε κάθε σου άγγιγμα, τα χέρια μου να σε αγκαλιάζουν άλλοτε απαλά κι άλλοτε παθιασμένα, να σου παραδίνομαι και να σου χαρίζω το πιο βαθύ κι ερωτικό μου εγώ, σαν δώρο, τους γύρω μου να μου λένε ότι δε με έχουνε δει ποτέ πιο ευτυχισμένη, και όλα αυτά για το συναίσθημα που σαν φωτιά απλωνότανε στα σωθικά μου που με έκανε να λατρεύω τα μάτια σου, τα χέρια σου, τον λαιμό σου, το στήθος σου, που με έκανε να θέλω να γνωρίσω τον κόσμο σου, να μαθαίνω πώς σκέφτεσαι, πώς αγαπάς, πώς εκφράζεσαι, πώς ζεις, πώς θυμώνεις, πώς ταίζεις τα γατούλια σου, πώς τονίζονται οι ρυτίδες στα μάτια σου όταν χαμογελάς, πώς ζαρώνει το μέτωπό σου όταν συνοφρυώνεσαι, πώς απλώνεις τα χέρια σου να με αγκαλιάσεις, πώς κοιμάσαι μπρούμυτα κι εγώ κάθε φορά να ξυπνώ πριν από σένα και για λεπτά ολόκληρα να σε κοιτώ και να ευχαριστώ το σύμπαν που μου προσφέρει τόση ευτυχία, και να σε μαθαίνω τόσο αργά κι αβίαστα κι ελεύθερα που να μου ξεκλειδώνει τις άμυνές μου μία μία και να κερδίζεις το μυαλό μου, κι εσύ να με αγκαλιάζεις όταν αγχώνομαι, να με ανεβάζεις όταν πέφτω, να με ξεμπερδεύεις όταν χάνομαι σε λαβυρίνθους σκέψεων, να με γνωρίζεις όπως κανείς ποτέ του δε με γνώρισε, να ξεχωρίζεις το εύθραυστο και αδύναμο πρόσωπό μου που φοράω όταν με κυριεύει ο φόβος από την πραγματική μου δυναμική που ποτέ δεν έπαψες να μου τονίζεις, να μου θυμώνεις όταν γίνομαι παράλογα παραπονιάρα, να με φωνάζεις με το υποκοριστικό μου, να με προτιμάς άβαφη κι αυτό να μου αρέσει γιατί την αλήθεια μου ήθελα να ερωτευτείς, να τρως τα φαγητά μου και να χαίρομαι που τα ευχαριστιέσαι, να καμαρώνω όταν παίρνεις πτυχίο, να ταξιδεύουμε παρέα και τα μάτια μας να χωράνε τις ίδιες εικόνες, τα μυαλά μας να αναπνέουν τις ίδιες θάλασσες, τα σώματά μας να γεύονται τους ίδιους ορίζοντες, και μετά από όλα αυτά θυμάμαι τον πόνο και τη θλίψη αφού σε έχασα κι αφού έπρεπε να σε ξεριζώσω από μέσα μου, και για το καλοκαίρι εκείνο που το πέρασα σε νησιά κι έκλαιγα από μέσα μου ώρες ολόκληρες, και ξαπλωμένη στην παραλία προσπαθούσα να κοιμηθώ για να μη μου στρίψει το μυαλό που σε σκεφτόταν, που πόναγε το σώμα μου, η ψυχή μου, που ένιωθα άδεια από συναίσθημα, που είχε νεκρώσει η φύση γύρω μου αφού είχα επιλέξει να περιβάλλομαι μόνο από το φάντασμά σου, που ένιωθα ένα μηδενικό και η απόρριψή σου να γίνεται σημαία μου, και κάπου εκεί για να μπορέσω να συνεχίσω και να μη σιχαθώ τον εαυτό μου, ξεκίνησα να ψάχνω νέους τρόπους να εκφράζομαι, (να μαθαίνω να συγχωρώ τον εαυτό μου για τα λάθη του, το έμαθα;, να μαθαίνω να συγχωρώ εσένα για τα λάθη σου, το μπόρεσα;), νέα τοπία να ερωτεύομαι, να έρχομαι πιο κοντά στους ανθρώπους, να τους απλώνω το χέρι και να αφήνω τα δάκρυα να κυλήσουν χωρίς ενοχές και να γίνομαι ολόκληρη πομπός και δέκτης αγάπης, να αποδέχομαι το θυμό μου και να τον κοιτάω κατάματα και να εξασθενεί, να κλείνω το μάτι στους φόβους μου και να τους αποδυναμώνω, να με αγκαλιάζω όταν έκλαιγα σαν μωρό παιδί, να λέω «φρόνιμα κορίτσι μου» όταν οι κρίσεις υστερίας καταπονούσαν το κορμί μου, να με αγαπάω όταν ξυπνώ μέσα στον ύπνο μου κλαίγοντας επειδή λίγο πριν σε ονειρεύτηκα και να θέλω ώρες να συνέλθω από τη θλίψη που με κυριεύει, και ναι αυτή την επίθεση του υποσυνειδήτου μου ακόμα τη θεωρώ από τις σκληρότερες δοκιμασίες, να με παρατηρώ όταν μετά μανίας προσπαθώ να βρω γωνία στο τάλιρο με τα ατελείωτα πως και γιατί που τελικά απάντηση δεν έχουν, να παρατηρώ τους ανθρώπους, να τους κατανοώ περισσότερο, να κοιτάω πιο βαθειά μέσα τους, να φεύγω από τον εγωκεντρισμό μου, να αποδέχομαι την αδυναμία της ψυχής μου μπροστά στην απώλεια, να αποκτώ αυτοέλεγχο, και κάπως έτσι οι σκέψεις μου να αλλάζουν ρότα, να παίρνουν φωτιά, να δίνουν έμπνευση στα χέρια μου, να γεννιούνται κείμενα σωρηδόν, και τα βιβλία, τα θέατρα, οι μουσικές να γίνονται βάλσαμο στην ψυχή μου,  και να συστήνομαι εκ νέου στον εαυτό μου, και να φτιάχνω τον κόσμο μου έτσι όπως μου αρέσει, και να γεννιέται ένα αστέρι μέσα στη σκοτεινιά του πόνου, και να μπορώ πλέον να νιώθω τυχερή για όλο το ταξίδι, και να έχω ένα λόγο να σε ευγνωμονώ γιατί χάρη στη φυγή σου αγάπησα το μέσα μου.  
 


 Σημείωση: Άσκηση έκφρασης σε μονοπερίοδο λόγο.

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Από έρωτα

Σου γράφω μπροστά στο παράθυρο με θέα τη θάλασσα.
Εκεί που σε συνάντησα όταν η αλμύρα νοστήμευε τη σάρκα σου.
Σε κοιτούσα κι είχες τα μάτια σου κλειστά.
Δεν ήξερα αν κοιμόσουν ή γαλήνευες.
Κοιτούσα τον ήλιο να φωτίζει τα σκοτεινά σου βλέφαρα και η λάμψη τους αντανακλούσε στα σωθικά μου.
Μπορούσα για ώρες να κάθομαι να σε κοιτώ.
Να ζωγραφίζω μέσα μου τη μορφή σου.
Άνοιξες τα μάτια σου και κοίταξες τα μάτια μου.
Κοίταξα κι εγώ τα δικά σου, τα άγγιξα, τα φίλησα.
Με δέκα μάτια, δέκα χέρια, δέκα στόματα.
Για λίγο ένιωσα να με ερωτεύεσαι και διαμελίστηκε το είναι  μου.
Έγινα ολόκληρη ένα πέπλο ονείρου να σε τυλίγει σε κάθε σου σιωπή.
Και σαν άλλη Οφηλία να θέλω να γνωρίσω την αγάπη σου.
Την κρυφή, τη σιωπηλή.
Από το κοχύλι που ακούω την καρδιά της θάλασσας, να ακούσω τον ήχο της δικής σου.
Από το σανδάλι σου που πάτησε δρόμους, να μάθω για τις εμπειρίες σου.
Από τη βέργα να αντικρύσω τις πληγές σου και από εκεί να βρω το δρόμο προς την αγνότητά σου.
Να σε γευτώ και να χαθώ στην αέναη κίνηση του χρόνου.
Και να τον ξεγελάσουμε κι οι δύο μπερδεύοντας τη στιγμή με το αιώνιο.
Να σε καλέσω να περάσεις από μέσα μου και να αφήσεις στο κορμί μου το σημάδι της ανάσας σου.
Κι εσύ να με κοιτάξεις και στο είδωλο των ματιών σου να χορέψει ο πόθος μου με την απόκοσμη γαλήνη του έρωτά σου.

Φόβοι

Υψώνεις τείχη κάθε που φοβάσαι και ονομάζεις προστασία την αδυναμία σου.
Ψάχνεις ευαισθησία στους ανθρώπους χωρίς να έχεις αγκαλιάσει τη δική σου.
Φεύγεις πάντα πριν το τέλος και προδικάζεις ένα δράμα από φόβο να αφεθείς.
Παριστάνεις τον παντογνώστη θεατή ενώ δεν είσαι παρά ένας ξερόλας δειλός περαστικός.
Δαμάζεις την αγάπη και γίνεσαι ένα τέρας που της επιτίθεται.
Κι εκείνη από φόβο σε εγκαταλείπει- για λίγο.
Τρως τις σάρκες σου γιατί δε δέχεσαι την αγνότητά σου.
Αμφισβητείς το αλάνθαστο του ενστίκτου σου και κατασπαράζεις την εκδήλωσή του.
Λες ότι πάσχεις από υπερευαισθησία ενώ στην πραγματικότητα πάσχεις από ειλικρίνεια.
Φοράς τη μάσκα ενός άλλου γιατί τρέμεις το δικό σου πρόσωπο.
Βουτάς την ψυχή στο μυαλό των άλλων και της επιτίθεσαι όταν συγχωρεί.
Γίνεσαι ολόκληρος το συναίσθημα που επέλεξες από το καλάθι της αβύσσου και δηλητηριάζεις τα συστατικά του πυρήνα σου.
Κατηγορείς φαντάσματα χωρίς να ακούσεις τις ενστάσεις μην τυχόν και δε σε απεχθάνονται τόσο όσο νομίζεις.
Προσπαθείς να δώσεις όνομα σε κάθετι λησμονώντας ότι η ζωή έχει σχέδια για σένα.
Αντιμάχεσαι τα θεμέλια του εαυτού σου κι εκείνα σε γκρεμοτσακίζουν.
Αν δεν ταπεινωθείς και δεν εκτιμήσεις το χάος σου, πώς περιμένεις να σωθείς;


Γιατί φοβάσαι τόσο;

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Για την έμπνευση

Όταν με επισκέπτεσαι, φοβάμαι. Σε καταλαβαίνω από την πρώτη στιγμή. Ταράζεις το σώμα μου, προκαλείς δυσφορία στην ψυχή μου, γεμίζεις με αμφιβολία τον νου μου. Δε με χωράει ο τόπος, δε με χωράει η ίδια η ζωή. Αλλού πατάω, αλλού βρίσκομαι. Με κυριεύεις ολόκληρη και με κάνεις στα μάτια μου να φαίνομαι μικρή, ασήμαντη, λεία σε όλα τα θηρία έτοιμα να με κατασπαράξουν. Πού είναι αυτά τα θηρία; Γύρω μου, μέσα μου, μπροστά μου, μου δείχνουν τα δόντια τους κι εγώ φοβάμαι, τρέμω, μαζεύομαι, το βάζω στα πόδια. Και τότε έρχεσαι εσύ και με αιχμαλωτίζεις για να με πάρεις από όλα τα θηρία και να με καταδικάσεις σε άλλη δοκιμασία που δεν ξέρω αν είναι καλύτερη ή χειρότερη. Είναι εκεί που τρώω η ίδια τις σάρκες μου, που ματώνω, που κλαίω με αναφιλητά, που χάνομαι, που ψάχνω τρόπο να επιζήσω, που δε μου φτάνει ο αέρας που αναπνέω, που ψάχνω μάταια έξοδο κινδύνου μήπως και μπορέσω να σωθώ. Κι εκεί με όσο θάρρος μου έχει απομείνει σε κοιτάζω στα μάτια. Γιατί ήρθες σε ρωτάω κι εσύ μου κλείνεις το μάτι και στέκεσαι εκεί, δεν με φοβάσαι, δεν φεύγεις, είσαι εκεί μέχρι να βρω τη δύναμη και να σε αντιμετωπίσω. Παθητικοεπιθετικά. Τη μια να νιώθω ότι σε αγαπάω γιατί με εσένα μπορεί να φαίνεται ενδιαφέρουσα έστω και η πιο μικρή στιγμή, την άλλη να σε μισώ γιατί με φέρνεις σε επαφή με τους φόβους μου. Μου ταράζεις την τόσο κοπιαστικά κατακτημένη γαλήνη, σαν να με κοροιδεύεις από μακριά ότι για ακόμα μια φορά επίπλαστη ήταν, της φαντασίας μου. Και κάπου εκεί κουράζομαι να τσακώνομαι μαζί σου και σε αφήνω να κάνεις ότι θέλεις. Κι εκεί, μόλις μαλακώνω, αποκτάς μια γλυκύτερη έκφραση. Βλέπω το χαμόγελό σου. Γιατί ποτέ δεν ένιωσα σιγουριά ότι θα είναι εκεί πάντα. Ναι είμαι και ανασφαλής, τι να κάνω, το ξέρεις αυτό τόσα χρόνια. Μου κρατάς το χέρι και παίρνει φωτιά ο καρπός μου. Κι εκεί αρχίζεις να με ταξιδεύεις σε μια άχρονη και αλλόκοτη αίσθηση. Η ψυχή σε πρώτο πλάνο να αραδιάζει ό,τι έχει μέσα της. Και το μυαλό μου να μετουσιώνει σε εικόνες το άγγιγμά σου, το φιλί σου. Μετά από λίγη ώρα, είναι η ώρα να φύγεις. Θα ξανάρθεις μου λες. Το ξέρω μέσα μου, κι ας μην το παραδέχομαι ποτέ. Σου χαμογελώ, χωρίς όμως στο φευγιό σου να δίνω τόση σημασία. Πιστεύω κι εγώ ότι είναι ώρα να φύγεις τώρα. Δε φοβάμαι. Θα τα ξαναπούμε.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Η σκιά

- Ποιά είσαι εσύ που δε με αφήνει να νιώσω αυτά που οδηγούν στην ευτυχία;
- Είμαι στην πλάτη σου δεμένη, με κουβαλάς. Άγνωστη δε σου είμαι. Εσύ ορίζεις το δρόμο μου.
- Ψέματα! Εγώ μέχρι που εμφανίστηκες μπροστά μου, πατούσα στο μονοπάτι της χαράς. Ακολουθούσα τα σημάδια και θα έφτανα, ναι είμαι σίγουρος ότι θα έφτανα στην ευτυχία.
- Αλήθεια σου λέω! Είμαι φτιαγμένη από το υλικό σου. Τα αρνητικά ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα σου για να σου εξασφαλίζω ουδέτερο φορτίο. Ανεβαίνω στην τραμπάλα μαζί σου. Αν φύγω, θα πέσεις και θα τσακιστείς. Μου χρωστάς την ισορροπία σου.
- Μου στερείς την ευτυχία. Μου έδωσαν σαφείς οδηγίες πως να τη βρω. Τις μελέτησα χρόνια ολόκληρα για να καταστρώσω ένα σχέδιο πορείας και να ξεκινήσω το ταξίδι μου. Ποιά είσαι εσύ που θα με βγάλεις από το πλάνο μου;
- Όχι πλάνο, πλάνη είναι! Μόνο μέσα σου θα βρεις την ευτυχία.
- Φύγε σου λέω άσε με!
- Κι ως τότε να θυμάσαι, γύρω από τον εαυτό σου θα γυρνάς.





Ασυνείδητα

- Όλα μου τα μαθες, μα ξέχασες δυο λέξεις μητέρα.
- Ποιές κόρη μου;
- Η πρώτη είναι ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Η σκέψη αγκυλώνεται κάθε φορά που η ψυχή τη σκέφτεται. Η φωνή με δυσκολία βγαίνει από τα χείλη κάθε που την προφέρουν. Παγωμένο κύμα που δέρνει το κορμί.
- Είναι η μοναξιά;
- Όχι μητέρα. Ευτυχής αυτός που στη σκιά της μοναξιάς του λάμπει.
- Είναι η αποτυχία;
- Σου είπα! Γένους αρσενικού!
- Είναι ο πόνος;
- Είναι ο θάνατος μητέρα.
- Μακριά από τέτοιες λέξεις! Εγώ θα είμαι για πάντα κοντά σου!
- Θάνατος είναι όταν κάποιος πει το όνομά σου για τελευταία φορά.
- Όχι παιδί μου. Ή όχι μόνο αυτό. Πραγματικά πεθαίνεις όταν το μυαλό σου χάσει την ηλιαχτίδα της ελπίδας του.
- Θάνατος έρχεται και όταν δε σε ακούς, όταν ακολουθείς χωρίς να ζητάς, όταν παίρνεις και δε δίνεις, όταν δίνεις και απαιτείς να σου δώσουν.
- Έχουμε γεμίσει νεκρούς τότε.
- Η ζωή γεννάει το θάνατο κι ο θάνατος τη ζωή.
- Φρουδικό αυτό! Το χα ξαναακούσει! Η επόμενη λέξη;
- Γένους θηλυκού αυτή τη φορά, πάλι ουσιαστικό. Ζηλευτή και ερωτεύσιμη. Την ποθούν πολλοί μα λίγοι την έχουν κατακτήσει. Και δε φτάνει μια προσπάθεια, θέλει συνεχή πολιορκία. Θα φας τα μούτρα σου, θα καταβροχθίσεις το εγώ σου, θα κοιταχτείς στον καθρέφτη σου, θα αγκαλιάσεις τη σκιά σου. Τότε ίσως την κάνεις δική σου. Αλλά αν σου δοθεί, γίνεσαι ολόκληρος.
- Η αγάπη;
- Η συγχώρεση μητέρα. Δε μου έμαθες να μπορώ να συγχωρώ.
- Ας το μάθουμε τώρα παιδί μου. Σύνθετη λέξη. Σύν + Χωρέω-ω.
- Που σημαίνει κάνω χώρο. Στην ψυχή μου. Να μη χωράει μόνο το εγώ μου. Να χωρέσει και το σφάλμα του. Να αγκαλιάσω και τον άλλο.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Σε είδα


Στον ηλεκτρικό. Ανέβηκες στο Ηράκλειο, κατέβηκες Βικτώρια. Φαινόσουν κουρασμένος, ταλαιπωρημένος. Δε σε χωρούσε ο τόπος. Μιλούσες στο κινητό. Με τρεμάμενη φωνή, γεμάτος αγωνία, ζήτησες από ένα φίλο σου να σου δανείσει 20 ευρώ. Δεν είχε ή δεν μπόρεσε να σου δώσει. "Και τί θα πάω στα παιδιά μου;", είπες κι έκλεισες το τηλέφωνο. Ένας λιγμός ανέβηκε από τα σωθικά σου. Κοιτούσες προς τα πάνω το σχεδιάγραμμα με τις στάσεις του μετρό και η μάτια σου γέμισε δάκρυα. Με τα δάχτυλά σου έσφιγγες δυνατά τα μάτια σου και δάγκωνες τα χείλη σου για να σταματήσεις να κλαις. Να μη σε δουν να λυγίζεις. Σε κοιτούσα και ήθελα να σε αγκαλιάσω. 

Ένα νεαρό κορίτσι που όριο περίμενε να κατέβει σε παρατηρούσε. Σε κοιτούσα καρφωτά στα μάτια. Με καθαρή ματιά. Λίγο πριν κατέβεις σου άπλωσα το χέρι μου με ένα δώρο. Το χέρι σου αγκάλιασε τον καρπό μου. Χαμογέλασες. Χάρηκα τόσο πολύ. 

Απρογραμμάτιστα

Ξέρω καιρό έχεις να με ακούσεις. Είναι η καθημερινότητα έτσι. Δουλειά αρκετή, κούραση, υποχρεώσεις. Πού χρόνος; Είναι και που προσπαθώ να κρατήσω απόσταση από το συναίσθημά μου. Αυτό το συναίσθημα.. Όταν με καταπίνει με κάνει τέρας, όταν με αγγίζει απαλά με κάνει ερωτεύσιμη, όταν το παρατηρώ αποδυναμώνεται, όταν το κρίνω με κουρελιάζει κι όταν το καλοδέχομαι με κοιτάζω στον καθρέφτη.

Έχεις γενέθλια σήμερα. Μεγαλώνεις ένα χρόνο. Δεν έχεις γυρίσει ακόμα από τη δουλειά και το πρωί δεν πρόλαβα να σου πω χρόνια πολλά. Εγώ μόλις επέστρεψα, είχα κουραστική μέρα. Κάθομαι στο τζάκι να καπνίσω ένα τσιγάρο κι έχω βάλει μουσική να με ηρεμήσει. Θυμάμαι έντονα τα  προπέρσινά σου γενέθλια. Ήταν Κυριακή και είχαμε πάει στο εξοχικό σου. Σου είχα φτιάξει τάρτα λεμονιού και σου είχα κάνει δώρο τα γυαλιά ηλίου που σε είχα παρατηρήσει να χαζεύεις σε μια βιτρίνα. Με πήρες και πήγαμε βόλτα στη θάλασσα. Ήταν μια φωτεινή κρύα μέρα. Ήλιος με δόντια. Μου έδωσες το μπουφάν σου να ζεσταθώ. Και περπατούσαμε κατά μήκος της παραλίας. Σταθήκαμε για ώρα αγκαλιασμένοι να βλέπουμε τη γκρίζα θάλασσα και να βγάζουμε φωτογραφίες. Ήμουν άβαφη και απεριποίητη και δεν ήθελα πολλές. Μα έμελλε να είναι μέχρι σήμερα οι ομορφότερές μας λήψεις. Όπως εκείνη η φωτογραφία με τα χαμογελαστά πρόσωπά μας που εκτύπωσα δυο φορές, μια για το δικό σου πορτοφόλι, μια για το δικό μου. Και μετά σου ζήτησα να γυρίσεις σπίτι μόνος σου. Γιατί η γκρίζα θάλασσα και το συναίσθημα που μοιραστήκαμε γέννησαν μια ιστορία μέσα μου, που έψαχνε να αποτυπωθεί. Θυμάμαι ακόμα πόσο γελάσαμε όταν έβγαλα κάτι κίτρινα post it χαρτάκια από την τσέπη μου κι ένα bic στυλό στα τελειώματα-που ευχόμουνα να φτάσει το μελάνι του μέχρι οι σκέψεις μου να γίνουν λέξεις. Με άφησες πράγματι χωρίς περιστροφές. Ήξερες πάντα να μου δίνεις χώρο να ανασαίνω. Η ψυχή σου που ήταν πούπουλο ήταν και ο λόγος που σε ερωτεύτηκα.

Πάρε με αγκαλιά τώρα. Χωρίς να πεις τίποτα. Μόνο να με αγγίξεις και να σε αγγίξω. Κι ας μην είναι πλέον τόσο ανάλαφρες οι ψυχές μας. Να θυμηθώ την αφή σου, το άγγιγμά σου. Να μοιραστούμε μια σιωπή. Οι κουβέντες με κούρασαν. Οι λέξεις με φυλακίζουν. Δε με χωράνε πια. Με αναγκάζουν να χωράω στο νόημά τους. Πόσο καιρό έχεις να με αγγίξεις στ αλήθεια; Χανόμαστε και φοβάμαι.

Ξεκινήσαμε ερωτευμένοι με στόχο να μη μοιάσουμε στους έρωτες που κάθε δυο χρόνια τελειώνουν και να καταρρίψουμε τους κανόνες. Με κάτι να καίει την ψυχή σου με κάτι άλλο να καίει τη δική μου και με πίστη ότι μπορούμε να βρούμε την άκρη παρέα. Πάντα αυτό αγαπούσες. Μια αντάρα είχες στα σωθικά σου και στο βλέμμα σου και με κάλεσες κοντά σου. Γιατί την ίδια αντάρα φιλοξενώ μέσα μου σ’όλη μου τη ζωή. Οπότε πώς να μη σε πλησιάσω όταν την αναγνώρισα;

Και τώρα μας βλέπω να γινόμαστε πρωταγωνιστές του γνωστού έργου. Προχτές έπλενα τα πιάτα και έκλαιγα. Με ρώτησες τι είχα, σου είπα πως δεν έχω τίποτα, πως απλά η κούραση με έχει καταβάλλει. Τόσο σε ενδιέφερε και σένα και με πίστεψες. Μόνο που είχα. Και δεν το έκανα για να κερδίσω την προσοχή σου, δεν το έκανα για να με λυπηθείς. Το έκανα για το χαμένο συναίσθημα που κάποτε με δρόσιζε και έφτασε να με πνίγει. Γιατί κι εμένα με έπνιγες κι ας μην ήθελα να το παραδεχτώ. Γιατί κι εγώ σε παραμέλησα. Γιατί κι εγώ δε νοιαζόμουνα πια να γυρίσω νωρίς το βράδυ και να σε καληνυχτίσω με ένα φιλί. Γιατί κι εγώ δεν έψαχνα τις αργίες και τα σαββατοκύριακα προορισμούς να χαθούμε οι δυο μας κάπου. Γιατί κι εγώ δε σου μαγείρευα πια με την ίδια χαρά, με το ίδιο ενδιαφέρον για το αν σου αρέσουν οι γεύσεις μου. Γιατί τα έκανα μηχανικά πια όλα. Το «Δεν πειράζει» αντικατέστησε το «θέλω». Το «ας το για αύριο» πήρε τη θέση του «φεύγουμε;».

Πού πάει ο έρωτας όταν φεύγει; Απομυθοποιείται μέσα μου με τα χρόνια. Γιατί τι είναι έρωτας; Οι πρώτες στιγμές, οι πρώτες αγκαλιές, η αίσθηση ότι αυτή τη φορά θα ναι διαφορετική και ότι δε μοιάζει με τις υπόλοιπες, τα πρώτα ταξίδια, οι εξομολογήσεις, η κλωστή που ξετυλίγουν δυο άνθρωποι και η ιστορία που γράφουν σε κοινό χαρτί ο καθένας με τη δική του πένα. Μετά από λίγο πέφτουν οι μάσκες, απογυμνώνονται οι ψυχές, φανερώνονται οι χαρακτήρες. Κι εκεί είναι που μπορεί να δειλιάσεις. Γιατί εκεί κοιτάς τον άλλο στα μάτια και την ψυχή σου στον καθρέφτη σου. Κι εκεί είναι που αν δεν έχεις μάθει να αγαπάς τον εαυτό σου, δεν μπορείς, δυσκολεύεσαι να αγαπήσεις τον απέναντι. Στην πρώτη πτώση συναντάς τη συνήθεια. Αλλά εκεί ακόμα το παλεύεις. Αργότερα φόβοι. Ξυπνούν τα λιοντάρια σου και καραδοκούν. Ή θα τα εξημερώσεις ή θα σε κατασπαράξουν. Κι εσένα και τον άλλο. Όλοι οι φόβοι εκεί. Χωρίς προστασία. Δεν υπάρχει πλέον αμπαλάζ. Μόνο αλήθεια. Είναι εκεί που το υλικό σου, το είναι σου, η ψυχή σου αρχίζουν να τρέφονται από τους δαίμονές τους. Να εύχεσαι να μην είναι η πρώτη φορά που τους συναντάς. Και να έχεις φροντίσει όταν τους συνάντησες, να προσπάθησες να τους αντιμετωπίσεις.. Και στοίχημά σου είναι αν θα ανοιχτείς ή αν θα φυλακιστείς σε κάγκελα. Αν θα συνεχίσεις στο μαζί ή στο μόνος σου. Αναγκαία συνθήκη ελέγχου; Όχι η έλξη, όχι η ένταση, όχι η διαφορετικότητα, όχι τα κλισέ. Η εκτίμηση στον άλλο. Το «σε εκτιμώ βαθειά», το «σε παραδέχομαι». Αυτό μόνο μπορεί να κρατήσει τη σχέση ζωντανή και να δώσει χώρο στην αγάπη. Αγάπη ε; Έρχεται στο νου μου η ατάκα μιας παράστασης που παρακολούθησα μόνη μου, χωρίς εσένα, χωρίς τις φίλες μου τον περασμένο μήνα. « Η αγάπη είναι ο φόβος που μας κρατάει ενωμένους». Λες;

Πέρασε η ώρα. Χτυπάει η ήχος του sms στο κινητό μου. Σε λίγο έρχεσαι μου λες. Διαβάζω στα γρήγορα τι σου έχω γράψει. Τι είναι αυτά τώρα; Σκέψεις ανούσιες, βλακείες! Απαπα! Διπλώνω το χαρτί και το καταχωνιάζω στην τσάντα μου. Μαζί με πολλά άλλα που κρατάω κρυμμένα. Τί έχω άραγε στο ψυγείο; Το σουπερ μάρκετ δεν το πρόλαβα ανοιχτό μα είμαι σίγουρη ότι κάτι θα βρω να φτιάξω. Ένα ποτήρι κρασί κι ένα γρήγορο γεύμα. Κι αν δεν έχω τίποτα, θα παραγγείλω τα αγαπημένα μας. Θα βαφτώ και απαλά, λίγο κραγιόν στα χείλη μου που θα σου χαμογελάσουν. Και θα σου ευχηθώ με όλη μου την καρδιά.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Δως μου μια μέρα σου

Μόνο μια σου μέρα.
Και θα σου δώσω κι εγώ τη δική μου. Να φύγουμε.

Μη με ρωτήσεις που. Μου αρκεί να φύγουμε. Και μην το πάρεις πάνω σου, συνήθως φεύγω μόνη αλλά για σένα είπα να κάνω μια εξαίρεση. Έρθεις δεν έρθεις, εγώ θα φύγω.

Το που θα το διαλέξεις εσύ. Ξέρεις ότι μου αρέσει να σ’ ακολουθώ.  
Πάμε από το πρωί ως το βράδυ. Ή και ως το επόμενο πρωί. Μικρή σημασία έχει.
Φτάνει να είσαι και να είμαι εκεί.
Να βλέπω πως φαίνεσαι κάτω από το διαφορετικό φως κάθε στιγμής της μέρας και να καρφιτσώνω τη στιγμή στο μυαλό μου.

Γιατί με τις στιγμές μου ζω, ή μάλλον με τις αναμνήσεις τους. Κι έχω επιλεκτική μνήμη, ξέρεις. Συνήθως η μνήμη μου συγκρατεί μικρές στιγμές. Δευτερόλεπτα που μέσα μου άγγιξαν το αιώνιο και συνεχίζουν, έτσι όπως ανακυκλώνονται μέσα στο μυαλό μου. Σαν τότε που σε αγκάλιασα πρώτη φορά εκεί που δεν το περίμενε κανείς από τους δυο μας, θυμάσαι; Ή τότε που τα χέρια μου ένιωσαν το χάδι σου και πήρε φωτιά ο καρπός μου.

Στο θέμα μας όμως. Σου προτείνω να φύγουμε. Θα περπατάμε μαζί και θα μας χτυπάει ο αέρας σε ένα τοπίο ή άγνωστο ή και γνώριμο ακόμα που ίσως και ποτέ δεν παρατήρησα. Όπως μου αρέσει πάντα να κάνω όταν η καθημερινότητα αρχίζει να με βαραίνει. Ή όταν τα προβλήματα γιγαντώνονται μέσα στο μυαλό μου και ξεσπάω. Ένας αέρας να με παίρνει και να με σκορπάει σαν να μου θυμίζει την τάξη και τη θέση των πραγμάτων, σαν να μου δείχνει την αέναη κίνηση και πνοή στη φύση, εκεί που τίποτα δε σταματάει να υπάρχει και που παντού βρίσκεις μια ομορφιά να σε τυλίξει. Στα χω ξαναπεί το ξέρω, μα θέλω και να το μοιραστούμε, μη μείνουμε μόνο στη θεωρία.

Θέλω να σου μιλήσω για όλα αυτά που κρυμμένα κρατώ. Για όλα αυτά που δε μου φτάνει ο χρόνος. Για το φόβο που ξορκίζω κάθε μέρα. Για το ότι κουράστηκα να πρέπει να περιορίζω τη σκέψη μου και να την τυποποιώ. Με έναν ψυχαναγκασμό παντού να κάνουμε αυτό που πρέπει, ξεχνώντας και απωθώντας αυτό που θέλουμε από φόβο να μας ακούσουμε στ' αλήθεια. Η ψυχή πάντα ξέρει, πάντα σε οδηγεί και δεν την ακούς, δεν την ακούω. Ένας αέναος αγώνας προσδιορισμού του σωστού και του λάθος. Μια σκιά που τρέχει μπροστά σου κι εσύ κυνηγάς να τη φτάσεις.

Πόσο θα θελα να μη φοβάμαι. Πόσο θα θελα να έχω επαφή με μένα.
Έτσι θα καταλάβαινα κι εσένα  καλύτερα. Και τα τείχη που μας χωρίζουν θα γκρεμίζονταν.

Το πιο απλό μου λες είναι και το πιο δύσκολο. Και συμφωνώ. Από άρνηση και φόβο δώσαμε έμφαση στις λέξεις για να καλύψουν την αδυναμία μας. Όλο και πιο σύνθετες, όλο και πιο δύσκολες, χάνουν το νόημα τους. Προσπαθούμε να μάθουμε και καταλήγουμε να μην ξέρουμε τίποτα. Αν σήμερα ήταν η τελευταία σου μέρα ζωντανός, θα άλλαζες τις πράξεις σου; Υπάρχουν άνθρωποι που δε γνωρίζουν στο τώρα σου τι αισθάνεσαι για αυτούς; Ξέρεις πόσος κόσμος θα έδιωχνε μακριά τις λέξεις και θα χανόταν σε αγκαλιές αν μιλούσε με την καρδιά του; Αυτή η γλώσσα κρύβει λέξεις που τις νιώθει η ψυχή όταν τις μοιράζεται. Λέξεις που δεν ακούγονται, μένουν για πάντα ανείπωτες. Μα βάλαμε οι άμυνες μπροστά και κλειδώσαμε τα κάστρα μας. Με πρόσχημα την προστασία από το κακό. Και τι είναι το κακό για να το φοβάσαι τόσο; Το γνώρισες; Το γνώρισα; Μέσα σου δε βρίσκεται κι αυτό; Αν δεν το είχες, δε θα το αναγνώριζες. Άρα γιατί να αντισταθείς να το παρατηρήσεις όταν το δικό σου σκοτάδι κοιτάει στα μάτια τον καθρέφτη του; Είσαι από φως κι από σκοτάδι. Το τι θα αφήσεις ελεύθερο κάθε φορά είναι δική σου επιλογή. Αν και ποτέ δεν πείστηκα ότι υπάρχουν δυο επιλογές. Υπάρχουν  όσες δημιουργούμε.

Πόσο ωραία με κοιτάς τώρα. Πόσο ωραία σε κοιτώ. Άρα κοιταζόμαστε.
Σαν υπάρξεις, χωρίς  προσδοκία και νόημα.
Άλλη μια στιγμή που θα κρατήσει για πάντα η μνήμη μου.

Εσένα θέλω να σε κοιτώ πάντα στα μάτια. Για να σε καταλαβαίνω. Να κοιτώ εσένα και όχι τις προβολές του εγώ μου σε εσένα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσω τον εγωισμό μου ότι και σε άλλη ψυχή υπάρχει ένα κομμάτι μου. Αν υποθέσουμε ότι κανείς μπορεί να γλιτώσει από αυτό. Όμοιος, ομοίω. Στο οικείο πας, στο γνώριμο, στον καθρέφτη σου. Κι αν θες να σαι τίμιος και δε βολεύεσαι στα εύκολα, θα κάνεις δουλειά με τον καθρέφτη σου και θα σου προκύψεις καλύτερος. Αν όχι, θα εγκαταλείψεις. Και πάλι από την αρχή μετά.

Θέλω να σε γνωρίσω. Όπως είσαι, όπως σκέφτεσαι. Με δεδομένο κανένα, με το φόβο μακριά, με την προσδοκία στην άκρη. Κι εσύ το ίδιο να κάνεις. Και μη μας διευκολύνεις καθόλου σ΄ αυτό ακολουθώντας το φαινομενικό και όχι το αληθινό. Θέλω να σπάσω τη βιτρίνα σου. Κι εγώ με τη σειρά μου να σου φανερώσω την αλήθεια μου. Δε θα βιαστώ καθόλου. Ούτε εσύ. Να έρχεσαι και να με καλλείς κοντά σου σα χάδι απαλό, από αυτά που λατρεύουν τα μαλλιά μου.

Δε θέλω να γίνουμε ένα. Στους δυο μας πιστεύω. Σε σένα και σε μένα. Δυο ευθείες που θα τέμνονται για μαγικές στιγμές.

Και τώρα θέλω να σου δώσω ένα φιλί. Ο λαιμός μου να αισθανθεί την ανάσα σου και το μυαλό μου να διώξει τις σκέψεις μακριά. Να μου θυμίσεις πόσο απελευθερωτικό είναι όταν αποχωρίζομαι το φόβο και σε αφήνω να με κυριεύσεις ολόκληρη, κάνοντας έρωτα στο υποσυνείδητό μου. Τα μάτια μου να κλείνουνε καθώς ψιθυρίζεις στο σώμα μου συλλαβές ηδονής.

Φεύγουμε;








Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Να σου πω μια ιστορία;

Ξέρεις ότι έτσι ξεκινάω πάντα. Έτσι σου πιάνω κουβέντα. Βρίσκω λέξεις, φτιάχνω εικόνες, κατασκευάζω ήρωες. Η αφετηρία είναι κοινή. Το μυαλό πυροδοτεί να πάρω στα χέρια μου τετράδιο και στυλό και να ξεκινήσω. Όταν, σε ανύποπτο χρόνο και χώρο, το επισκέπτονται τα φαντάσματά του και ψάχνει γωνιά να ανασάνει. Μην τρομάζεις με τη λέξη φαντάσματα. Με μερικά γίνομαι φίλη όσο περνάει ο καιρός.
Δεν κοιμάμαι πολύ τελευταία. Δε με πειράζει, ούτε επιδρά αρνητικά στη λειτουργικότητά μου. Απλά έτσι στο αναφέρω. Μη σου πω ότι δεν το επιδιώκω κιόλας, όταν στις 12 τα μεσάνυχτα, φτιάχνω μια κούπα καφέ διπλό εσπρέσσο σκέτο, από αυτούς που σε κερνούσα και μου γκρίνιαζες γιατί τους ήθελες ελαφρύτερους. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον πετύχω όπως τον ήθελες. Μα ήταν, ευτυχώς, ένα από τα λίγα που μου συγχωρούσες.
Να σου μιλήσω θέλω μα ξέρω πως δε θα σε βρω. Και για να σου πω και την αλήθεια μου, έχει πάψει να με νοιάζει πια. Με ακούς; Και να μη μ’ ακούς τί έγινε, ο καφές μου είναι ακόμα ζεστός κι αν κρυώσει ή αν τελειώσει, θα φτιάξω άλλον. Άλλωστε πάντα ξεκινούσα για να σου μιλήσω αλλά κατέληγα να μη σε χρειάζομαι. Δε σου γύρισα ποτέ μου την πλάτη, δε με βολεύει η στάση αυτή μάλλον. Στα μάτια θα μπορώ πάντα να σε κοιτάζω, μα ίσως να μη με ενδιαφέρει αν θα με κοιτάς εσύ. Μην ανησυχείς, δε θα το καταλάβεις. Με εμένα που έμπλεξες, δε θα πληγωθείς ποτέ. Δε θα αισθανθείς ποτέ ανεπαρκής, θα ‘μαι πάντα η προβολή του ωραίου εαυτού σου. Του όμορφου, του γενναίου. Γι αυτό δε με διάλεξες άλλωστε; Aλλά κι όταν θα χάνεις τη γενναιότητα και την ομορφιά σου, εγώ θα γίνομαι άσχημη και δειλή. Είναι από τα λίγα που σου χω πει και μάλλον θα τηρήσω. Κι αν δεν το τηρήσω, τότε θα χω κάνει τη δική μου επανάσταση, που ωστόσο αργεί. Κι αυτό με θλίβει. Οπότε κοιμήσου ήσυχα.
Μου λες τελευταία ότι δε σε επισκέπτομαι συχνά. Ότι χάνομαι. Ναι έχεις δίκιο. Χάνομαι. Αλλά το ξέρεις ότι δεν αγαπώ τίποτα περισσότερο από τη μοναχικότητά μου. Και το αποδέχεσαι αυτό. Δεν ξέρω αν το αποδέχεσαι επειδή δε σε ενδιαφέρει ή επειδή το μοιράζεσαι μαζί μου. Πάλι αμφιθυμία ε; Εντάξει, σταματάω. Παράπονο εσένα να μη σε αγγίξει κανένα. Εγώ βάζω πλάτες και σ΄αυτό. Άσε  να βαραίνουν εμένα. Αντέχω εγώ.
Ξέρεις, σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να δραπετεύσω από αυτό που ονομάζουμε κανονικότητα. Και πάνω από όλα να αποδεχτώ τη δική μου μη κανονικότητα αλλά και τη μέτρια πραγματικότητά μου. Πάλεψα να βρίσκω ένα καταφύγιο στον ψεύτικο κόσμο, να μη γίνω σαν αυτούς που οι άλλοι θαυμάζουν κι εγώ τους λυπάμαι, να μη φοβάμαι, να μπορώ να απλώνω το χέρι και να δίνω χωρίς να τρέμω για το τί θα χάσω, να παλεύω με τους δαίμονες που με κυνηγούν κάθε στιγμή, να σωπαίνω στις φωνές που με ξεκουφαίνουν και μου κουράζουν την ψυχή, να παίρνω έμπνευση και παράδειγμα από τους ανθρώπους που θαυμάζω, να έχω χώρους να ανασαίνω και να εκφράζομαι.
Αλήθεια τί ανθρώπους θαυμάζεις; Εγώ τους ολόκληρους. Ξέρεις, αυτούς που τα χουνε βρει με τον εαυτό τους. Που κρατάνε καθαρό το νου τους από τα φαντάσματά τους, που βρίσκουν γαλήνη, ηρεμία, νηφαλιότητα, που δε μεγαλοποιούν καταστάσεις, δε μισούνε ούτε θυμώνουν, αγαπάνε τη σιωπή. Ξέρω τί θα σκεφτείς. Αν θαυμάζω αυτούς, πόσο πολύ αντιπαθώ εμένα. Ναι το χουμε πει αυτό. Ανέκαθεν με αντιπαθούσα λίγο. Κι άλλες φορές με παραδέχομαι. Μερικές φορές, μη φανταστείς. Ή τουλάχιστον προς αυτή την κατεύθυνση δουλεύω. Θες λίγο καφέ; Δε θα στον κάνω τόσο πικρό, στο υπόσχομαι.
Ένα αίσθημα ανικανοποίητου με κυνηγά. Η ανεπάρκειά μου πρόβλημα, η επιτυχία μου ποτέ δεν είναι αρκετή, η αποτυχία μου καταστροφή. Μεγαλύτερο εχθρό από εμένα, δεν είχα ποτέ. Γι αυτό κιόλας τί να φοβηθώ; Πόσο μπορείς να με πληγώσεις; Με σκοτώνω εγώ πρώτη, εύκολα κιόλας, με την πρώτη ευκαιρία. Μα ξεπετάγομαι πάλι.
Ξέρω έχεις κουραστεί να με ακούς. Πάντα κουραζόσουν. Και ποτέ δεν είχες χρόνο. Ποτέ όσο χρόνο χρειαζόμουνα εγώ.
Κουράστηκες, επιμένω. Φαίνεσαι. Την ιστορία θες. Μα άλλαξα γνώμη.
Θέλω εσύ να μου μιλήσεις. Για τις δικές σου στιγμές, τους έρωτές και τα ταξίδια σου.

Θα κάτσω σε μια γωνιά και θα σε ακούω. Και θα παρατηρώ τις εκφράσεις των ματιών σου, πώς γελάνε, πώς λυπούνται, πώς χάνονται, πώς πλήττουν. Και το λακάκι στο στόμα σου κάθε φορά που χαμογελάς. Και όταν τελειώσεις, αν μου έρθει, θα σε πάρω αγκαλιά.

Κι ας βρέχει

Μνήμες αλλοτινές απόψε ρυτιδώνουν τον ψίθυρο του δειλινού
Κομμάτια καθρέφτη που έσπασε η ματιά, μεθυσμένα αποζητούν τα δάκρυα
Δεν είναι η σιωπή που ζωντανεύει τις σκιές
Ούτε η βροχή που ξεπλένει τις ενοχές
Πέρασαν τραγουδώντας οι αγάπες
Σαν ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο, σαν τότε
Άκου! Δε σου μοιάζει με..
Σώπα! Η ανάσα σου θωπεύει τον παφλασμό των κυμάτων και το φεγγάρι τελεία στην τελειότητα
Mα δεν είναι που..
Ησύχασε πια! Εαρινό κατευώδιο οι αγάπες που χορεύουν
Όταν βρέχει οι χτύποι της καρδιάς πάνω στην πόρτα της αυγής είναι η ελπίδα
Το ξέρεις;
Το μαθες πως πέρα από την Ανατολή, εκεί που σμίγει το γέλιο με το δάκρυ
βάλσαμο πως είναι ο στεναγμός και λυτρωμός ο πόνος;
Ποιός θα σου πει για τα χρυσάφια και τ' ασήμια μιας μέρας που θα ρθει;
Ναι, έχεις σκοτίσει το φως κι ο δράκος φωλιάζει στη γωνιά
Τραγούδα με τις αγάπες, τραγούδα μ' αυτές κι ας φεύγουν
Μόνο το τραγούδι τους
Αυτό μαγικό ξόρκι, αυτό και κλειδοκράτορας
Κι ας βρέχει