Ξέρεις ότι έτσι ξεκινάω πάντα. Έτσι σου πιάνω κουβέντα. Βρίσκω λέξεις,
φτιάχνω εικόνες, κατασκευάζω ήρωες. Η αφετηρία είναι κοινή. Το μυαλό πυροδοτεί
να πάρω στα χέρια μου τετράδιο και στυλό και να ξεκινήσω. Όταν, σε ανύποπτο
χρόνο και χώρο, το επισκέπτονται τα φαντάσματά του και ψάχνει γωνιά να
ανασάνει. Μην τρομάζεις με τη λέξη φαντάσματα. Με μερικά γίνομαι φίλη όσο
περνάει ο καιρός.
Δεν κοιμάμαι πολύ τελευταία. Δε με πειράζει, ούτε επιδρά αρνητικά στη
λειτουργικότητά μου. Απλά έτσι στο αναφέρω. Μη σου πω ότι δεν το επιδιώκω
κιόλας, όταν στις 12 τα μεσάνυχτα, φτιάχνω μια κούπα καφέ διπλό εσπρέσσο σκέτο,
από αυτούς που σε κερνούσα και μου γκρίνιαζες γιατί τους ήθελες ελαφρύτερους.
Ποτέ δεν μπόρεσα να τον πετύχω όπως τον ήθελες. Μα ήταν, ευτυχώς, ένα από τα
λίγα που μου συγχωρούσες.
Να σου μιλήσω θέλω μα ξέρω πως δε θα σε βρω. Και για να σου πω και την
αλήθεια μου, έχει πάψει να με νοιάζει πια. Με ακούς; Και να μη μ’ ακούς τί
έγινε, ο καφές μου είναι ακόμα ζεστός κι αν κρυώσει ή αν τελειώσει, θα φτιάξω
άλλον. Άλλωστε πάντα ξεκινούσα για να σου μιλήσω αλλά κατέληγα να μη σε
χρειάζομαι. Δε σου γύρισα ποτέ μου την πλάτη, δε με βολεύει η στάση αυτή μάλλον. Στα μάτια θα μπορώ πάντα να σε κοιτάζω, μα ίσως
να μη με ενδιαφέρει αν θα με κοιτάς εσύ. Μην ανησυχείς, δε θα το καταλάβεις. Με
εμένα που έμπλεξες, δε θα πληγωθείς ποτέ. Δε θα αισθανθείς ποτέ ανεπαρκής, θα
‘μαι πάντα η προβολή του ωραίου εαυτού σου. Του όμορφου, του γενναίου. Γι αυτό
δε με διάλεξες άλλωστε; Aλλά
κι όταν θα χάνεις τη γενναιότητα και την ομορφιά σου, εγώ θα γίνομαι άσχημη και
δειλή. Είναι από τα λίγα που σου χω πει και μάλλον θα τηρήσω. Κι αν δεν το
τηρήσω, τότε θα χω κάνει τη δική μου επανάσταση, που ωστόσο αργεί. Κι αυτό με
θλίβει. Οπότε κοιμήσου ήσυχα.
Μου λες τελευταία ότι δε σε επισκέπτομαι συχνά. Ότι χάνομαι. Ναι έχεις
δίκιο. Χάνομαι. Αλλά το ξέρεις ότι δεν αγαπώ τίποτα περισσότερο από τη
μοναχικότητά μου. Και το αποδέχεσαι αυτό. Δεν ξέρω αν το αποδέχεσαι επειδή δε
σε ενδιαφέρει ή επειδή το μοιράζεσαι μαζί μου. Πάλι αμφιθυμία ε; Εντάξει,
σταματάω. Παράπονο εσένα να μη σε αγγίξει κανένα. Εγώ βάζω πλάτες και σ΄αυτό.
Άσε να βαραίνουν εμένα. Αντέχω εγώ.
Ξέρεις, σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να δραπετεύσω από αυτό που ονομάζουμε
κανονικότητα. Και πάνω από όλα να αποδεχτώ τη δική μου μη κανονικότητα αλλά και
τη μέτρια πραγματικότητά μου. Πάλεψα να βρίσκω ένα καταφύγιο στον ψεύτικο
κόσμο, να μη γίνω σαν αυτούς που οι άλλοι θαυμάζουν κι εγώ τους λυπάμαι, να μη
φοβάμαι, να μπορώ να απλώνω το χέρι και να δίνω χωρίς να τρέμω για το τί θα
χάσω, να παλεύω με τους δαίμονες που με κυνηγούν κάθε στιγμή, να σωπαίνω στις
φωνές που με ξεκουφαίνουν και μου κουράζουν την ψυχή, να παίρνω έμπνευση και
παράδειγμα από τους ανθρώπους που θαυμάζω, να έχω χώρους να ανασαίνω και να
εκφράζομαι.
Αλήθεια τί ανθρώπους θαυμάζεις; Εγώ τους ολόκληρους. Ξέρεις, αυτούς που τα
χουνε βρει με τον εαυτό τους. Που κρατάνε καθαρό το νου τους από τα φαντάσματά
τους, που βρίσκουν γαλήνη, ηρεμία, νηφαλιότητα, που δε μεγαλοποιούν
καταστάσεις, δε μισούνε ούτε θυμώνουν, αγαπάνε τη σιωπή. Ξέρω τί θα σκεφτείς.
Αν θαυμάζω αυτούς, πόσο πολύ αντιπαθώ εμένα. Ναι το χουμε πει αυτό. Ανέκαθεν με
αντιπαθούσα λίγο. Κι άλλες φορές με παραδέχομαι. Μερικές φορές, μη φανταστείς.
Ή τουλάχιστον προς αυτή την κατεύθυνση δουλεύω. Θες λίγο καφέ; Δε θα στον κάνω
τόσο πικρό, στο υπόσχομαι.
Ένα αίσθημα ανικανοποίητου με κυνηγά. Η ανεπάρκειά μου πρόβλημα, η επιτυχία
μου ποτέ δεν είναι αρκετή, η αποτυχία μου καταστροφή. Μεγαλύτερο εχθρό από
εμένα, δεν είχα ποτέ. Γι αυτό κιόλας τί να φοβηθώ; Πόσο μπορείς να με πληγώσεις;
Με σκοτώνω εγώ πρώτη, εύκολα κιόλας, με την πρώτη ευκαιρία. Μα ξεπετάγομαι
πάλι.
Ξέρω έχεις κουραστεί να με ακούς. Πάντα κουραζόσουν. Και ποτέ δεν είχες
χρόνο. Ποτέ όσο χρόνο χρειαζόμουνα εγώ.
Κουράστηκες, επιμένω. Φαίνεσαι. Την ιστορία θες. Μα άλλαξα γνώμη.
Θέλω εσύ να μου μιλήσεις. Για τις δικές σου στιγμές, τους έρωτές και τα
ταξίδια σου.
Θα κάτσω σε μια γωνιά και θα σε ακούω. Και θα παρατηρώ τις εκφράσεις των
ματιών σου, πώς γελάνε, πώς λυπούνται, πώς χάνονται, πώς πλήττουν. Και το
λακάκι στο στόμα σου κάθε φορά που χαμογελάς. Και όταν τελειώσεις, αν μου
έρθει, θα σε πάρω αγκαλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου