Ξέρω καιρό έχεις να με ακούσεις. Είναι η καθημερινότητα έτσι.
Δουλειά αρκετή, κούραση, υποχρεώσεις. Πού χρόνος; Είναι και που προσπαθώ να
κρατήσω απόσταση από το συναίσθημά μου. Αυτό το συναίσθημα.. Όταν με καταπίνει
με κάνει τέρας, όταν με αγγίζει απαλά με κάνει ερωτεύσιμη, όταν το παρατηρώ
αποδυναμώνεται, όταν το κρίνω με κουρελιάζει κι όταν το καλοδέχομαι με κοιτάζω
στον καθρέφτη.
Έχεις γενέθλια σήμερα. Μεγαλώνεις ένα χρόνο. Δεν έχεις γυρίσει
ακόμα από τη δουλειά και το πρωί δεν πρόλαβα να σου πω χρόνια πολλά. Εγώ μόλις
επέστρεψα, είχα κουραστική μέρα. Κάθομαι στο τζάκι να καπνίσω ένα τσιγάρο κι
έχω βάλει μουσική να με ηρεμήσει. Θυμάμαι έντονα τα προπέρσινά σου
γενέθλια. Ήταν Κυριακή και είχαμε πάει στο εξοχικό σου. Σου είχα φτιάξει τάρτα
λεμονιού και σου είχα κάνει δώρο τα γυαλιά ηλίου που σε είχα παρατηρήσει να
χαζεύεις σε μια βιτρίνα. Με πήρες και πήγαμε βόλτα στη θάλασσα. Ήταν μια
φωτεινή κρύα μέρα. Ήλιος με δόντια. Μου έδωσες το μπουφάν σου να ζεσταθώ. Και
περπατούσαμε κατά μήκος της παραλίας. Σταθήκαμε για ώρα αγκαλιασμένοι να
βλέπουμε τη γκρίζα θάλασσα και να βγάζουμε φωτογραφίες. Ήμουν άβαφη και
απεριποίητη και δεν ήθελα πολλές. Μα έμελλε να είναι μέχρι σήμερα οι
ομορφότερές μας λήψεις. Όπως εκείνη η φωτογραφία με τα χαμογελαστά πρόσωπά μας
που εκτύπωσα δυο φορές, μια για το δικό σου πορτοφόλι, μια για το δικό μου. Και
μετά σου ζήτησα να γυρίσεις σπίτι μόνος σου. Γιατί η γκρίζα θάλασσα και το
συναίσθημα που μοιραστήκαμε γέννησαν μια ιστορία μέσα μου, που έψαχνε να
αποτυπωθεί. Θυμάμαι ακόμα πόσο γελάσαμε όταν έβγαλα κάτι
κίτρινα post it χαρτάκια από την τσέπη μου κι
ένα bic στυλό στα τελειώματα-που ευχόμουνα να φτάσει το μελάνι του
μέχρι οι σκέψεις μου να γίνουν λέξεις. Με άφησες πράγματι χωρίς περιστροφές.
Ήξερες πάντα να μου δίνεις χώρο να ανασαίνω. Η ψυχή σου που ήταν πούπουλο ήταν
και ο λόγος που σε ερωτεύτηκα.
Πάρε με αγκαλιά τώρα. Χωρίς να πεις τίποτα. Μόνο να με αγγίξεις
και να σε αγγίξω. Κι ας μην είναι πλέον τόσο ανάλαφρες οι ψυχές μας. Να θυμηθώ
την αφή σου, το άγγιγμά σου. Να μοιραστούμε μια σιωπή. Οι κουβέντες με
κούρασαν. Οι λέξεις με φυλακίζουν. Δε με χωράνε πια. Με αναγκάζουν να χωράω στο
νόημά τους. Πόσο καιρό έχεις να με αγγίξεις στ αλήθεια; Χανόμαστε και φοβάμαι.
Ξεκινήσαμε ερωτευμένοι με στόχο να μη μοιάσουμε στους έρωτες που
κάθε δυο χρόνια τελειώνουν και να καταρρίψουμε τους κανόνες. Με κάτι να καίει
την ψυχή σου με κάτι άλλο να καίει τη δική μου και με πίστη ότι μπορούμε να
βρούμε την άκρη παρέα. Πάντα αυτό αγαπούσες. Μια αντάρα είχες στα σωθικά σου
και στο βλέμμα σου και με κάλεσες κοντά σου. Γιατί την ίδια αντάρα φιλοξενώ
μέσα μου σ’όλη μου τη ζωή. Οπότε πώς να μη σε πλησιάσω όταν την αναγνώρισα;
Και τώρα μας βλέπω να γινόμαστε πρωταγωνιστές του γνωστού έργου.
Προχτές έπλενα τα πιάτα και έκλαιγα. Με ρώτησες τι είχα, σου είπα πως δεν έχω
τίποτα, πως απλά η κούραση με έχει καταβάλλει. Τόσο σε ενδιέφερε και σένα και
με πίστεψες. Μόνο που είχα. Και δεν το έκανα για να κερδίσω την προσοχή σου,
δεν το έκανα για να με λυπηθείς. Το έκανα για το χαμένο συναίσθημα που κάποτε
με δρόσιζε και έφτασε να με πνίγει. Γιατί κι εμένα με έπνιγες κι ας μην ήθελα
να το παραδεχτώ. Γιατί κι εγώ σε παραμέλησα. Γιατί κι εγώ δε νοιαζόμουνα πια να
γυρίσω νωρίς το βράδυ και να σε καληνυχτίσω με ένα φιλί. Γιατί κι εγώ δεν
έψαχνα τις αργίες και τα σαββατοκύριακα προορισμούς να χαθούμε οι δυο μας
κάπου. Γιατί κι εγώ δε σου μαγείρευα πια με την ίδια χαρά, με το ίδιο
ενδιαφέρον για το αν σου αρέσουν οι γεύσεις μου. Γιατί τα έκανα μηχανικά πια
όλα. Το «Δεν πειράζει» αντικατέστησε το «θέλω». Το «ας το για αύριο» πήρε τη
θέση του «φεύγουμε;».
Πού πάει ο έρωτας όταν φεύγει; Απομυθοποιείται μέσα μου με τα
χρόνια. Γιατί τι είναι έρωτας; Οι πρώτες στιγμές, οι πρώτες αγκαλιές, η αίσθηση
ότι αυτή τη φορά θα ναι διαφορετική και ότι δε μοιάζει με τις υπόλοιπες, τα
πρώτα ταξίδια, οι εξομολογήσεις, η κλωστή που ξετυλίγουν δυο άνθρωποι και η
ιστορία που γράφουν σε κοινό χαρτί ο καθένας με τη δική του πένα. Μετά από λίγο
πέφτουν οι μάσκες, απογυμνώνονται οι ψυχές, φανερώνονται οι χαρακτήρες. Κι εκεί
είναι που μπορεί να δειλιάσεις. Γιατί εκεί κοιτάς τον άλλο στα μάτια και την
ψυχή σου στον καθρέφτη σου. Κι εκεί είναι που αν δεν έχεις μάθει να αγαπάς τον
εαυτό σου, δεν μπορείς, δυσκολεύεσαι να αγαπήσεις τον απέναντι. Στην πρώτη
πτώση συναντάς τη συνήθεια. Αλλά εκεί ακόμα το παλεύεις. Αργότερα φόβοι.
Ξυπνούν τα λιοντάρια σου και καραδοκούν. Ή θα τα εξημερώσεις ή θα σε
κατασπαράξουν. Κι εσένα και τον άλλο. Όλοι οι φόβοι εκεί. Χωρίς προστασία. Δεν
υπάρχει πλέον αμπαλάζ. Μόνο αλήθεια. Είναι εκεί που το υλικό σου, το είναι σου,
η ψυχή σου αρχίζουν να τρέφονται από τους δαίμονές τους. Να εύχεσαι να μην
είναι η πρώτη φορά που τους συναντάς. Και να έχεις φροντίσει όταν τους
συνάντησες, να προσπάθησες να τους αντιμετωπίσεις.. Και στοίχημά σου είναι αν
θα ανοιχτείς ή αν θα φυλακιστείς σε κάγκελα. Αν θα συνεχίσεις στο μαζί ή στο
μόνος σου. Αναγκαία συνθήκη ελέγχου; Όχι η έλξη, όχι η ένταση, όχι η
διαφορετικότητα, όχι τα κλισέ. Η εκτίμηση στον άλλο. Το «σε εκτιμώ βαθειά», το
«σε παραδέχομαι». Αυτό μόνο μπορεί να κρατήσει τη σχέση ζωντανή και να δώσει χώρο
στην αγάπη. Αγάπη ε; Έρχεται στο νου μου η ατάκα μιας παράστασης που
παρακολούθησα μόνη μου, χωρίς εσένα, χωρίς τις φίλες μου τον περασμένο μήνα. «
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας κρατάει ενωμένους». Λες;
Πέρασε
η ώρα. Χτυπάει η ήχος του sms στο κινητό μου. Σε λίγο έρχεσαι μου
λες. Διαβάζω στα γρήγορα τι σου έχω γράψει. Τι είναι αυτά τώρα; Σκέψεις
ανούσιες, βλακείες! Απαπα! Διπλώνω το χαρτί και το καταχωνιάζω στην τσάντα μου.
Μαζί με πολλά άλλα που κρατάω κρυμμένα. Τί έχω άραγε στο ψυγείο; Το σουπερ μάρκετ
δεν το πρόλαβα ανοιχτό μα είμαι σίγουρη ότι κάτι θα βρω να φτιάξω. Ένα ποτήρι
κρασί κι ένα γρήγορο γεύμα. Κι αν δεν έχω τίποτα, θα παραγγείλω τα αγαπημένα
μας. Θα βαφτώ και απαλά, λίγο κραγιόν στα χείλη μου που θα σου χαμογελάσουν.
Και θα σου ευχηθώ με όλη μου την καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου