Μέχρι να μας χωρίσει ο θυμός, ήμουν η θάλασσα.
Μέχρι να μας χωρίσει ο φόβος, σώπαινα.
Δε μιλούσα σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μου.
Με το πρόσχημα μιας καλοσύνης, μην τυχόν και τους πέσει βαρύτερος ο καφές απ' ότι είχαν συνηθίσει.
Περιπλανιόμουνα ανάμεσα σε στενά που εκ πρώτης όψεως μου ήταν αποκρουστικά.
Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι έτσι έπρεπε να κάνω.
Είχα αφήσει απάτητους τους δρόμους που έμοιαζαν γοητευτικοί.
Φοβόμουνα τη μοναξιά εκεί.
Και προτίμησα την ανυπαρξία.
Όταν τα μάτια μου πλημμύριζαν με δάκρυα, τα πάταγα κάτω, τα μαστίγωνα.
Και ότι μέσα μου ήθελε να φωνάξει, του έδινα μια σφαλιάρα να σκάσει.
Μη σου πω ότι ζητούσα και τη βοήθειά τους να τα φρονιμεύσουν.
Να τα βάλουν τιμωρία για να μη διαμαρτυρηθούν.
Εκείνων με τα ατσαλάκωτα χαμόγελα.
Κάποια μέρα το καλοραμμένο κουστούμι από εκλεκτό ύφασμα άρχισε να με σφίγγει.
Να μου κόβει την αναπνοή.
Ως την ύστατη στιγμή, σας το λέω αλήθεια, προσπάθησα για λίγο να κρατηθώ στη ζωή.
Χωρίς να αναπνέω.
Λίγο αργότερα, κάποιο ανυπότακτο αντανακλαστικό έσκισε τα ρούχα μου.
Κι έμεινα γυμνή.
Και μόνη.
Και ήταν τόσο λυτρωτική η μοναξιά, που έμοιασε με το αγαπημένο μου τραγούδι που ακομα δεν είχε γραφτεί.
Μέχρι να μας χωρίσει ο φόβος, σώπαινα.
Δε μιλούσα σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μου.
Με το πρόσχημα μιας καλοσύνης, μην τυχόν και τους πέσει βαρύτερος ο καφές απ' ότι είχαν συνηθίσει.
Περιπλανιόμουνα ανάμεσα σε στενά που εκ πρώτης όψεως μου ήταν αποκρουστικά.
Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι έτσι έπρεπε να κάνω.
Είχα αφήσει απάτητους τους δρόμους που έμοιαζαν γοητευτικοί.
Φοβόμουνα τη μοναξιά εκεί.
Και προτίμησα την ανυπαρξία.
Όταν τα μάτια μου πλημμύριζαν με δάκρυα, τα πάταγα κάτω, τα μαστίγωνα.
Και ότι μέσα μου ήθελε να φωνάξει, του έδινα μια σφαλιάρα να σκάσει.
Μη σου πω ότι ζητούσα και τη βοήθειά τους να τα φρονιμεύσουν.
Να τα βάλουν τιμωρία για να μη διαμαρτυρηθούν.
Εκείνων με τα ατσαλάκωτα χαμόγελα.
Κάποια μέρα το καλοραμμένο κουστούμι από εκλεκτό ύφασμα άρχισε να με σφίγγει.
Να μου κόβει την αναπνοή.
Ως την ύστατη στιγμή, σας το λέω αλήθεια, προσπάθησα για λίγο να κρατηθώ στη ζωή.
Χωρίς να αναπνέω.
Λίγο αργότερα, κάποιο ανυπότακτο αντανακλαστικό έσκισε τα ρούχα μου.
Κι έμεινα γυμνή.
Και μόνη.
Και ήταν τόσο λυτρωτική η μοναξιά, που έμοιασε με το αγαπημένο μου τραγούδι που ακομα δεν είχε γραφτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου