Σου γράφω μπροστά στο παράθυρο με θέα τη θάλασσα.
Εκεί που σε συνάντησα όταν η αλμύρα νοστήμευε τη σάρκα σου.
Σε κοιτούσα κι είχες τα μάτια σου κλειστά.
Δεν ήξερα αν κοιμόσουν ή γαλήνευες.
Κοιτούσα τον ήλιο να φωτίζει τα σκοτεινά σου βλέφαρα και η λάμψη τους αντανακλούσε στα σωθικά μου.
Μπορούσα για ώρες να κάθομαι να σε κοιτώ.
Να ζωγραφίζω μέσα μου τη μορφή σου.
Άνοιξες τα μάτια σου και κοίταξες τα μάτια μου.
Κοίταξα κι εγώ τα δικά σου, τα άγγιξα, τα φίλησα.
Με δέκα μάτια, δέκα χέρια, δέκα στόματα.
Για λίγο ένιωσα να με ερωτεύεσαι και διαμελίστηκε το είναι μου.
Έγινα ολόκληρη ένα πέπλο ονείρου να σε τυλίγει σε κάθε σου σιωπή.
Και σαν άλλη Οφηλία να θέλω να γνωρίσω την αγάπη σου.
Την κρυφή, τη σιωπηλή.
Από το κοχύλι που ακούω την καρδιά της θάλασσας, να ακούσω τον ήχο της δικής σου.
Από το σανδάλι σου που πάτησε δρόμους, να μάθω για τις εμπειρίες σου.
Από τη βέργα να αντικρύσω τις πληγές σου και από εκεί να βρω το δρόμο προς την αγνότητά σου.
Να σε γευτώ και να χαθώ στην αέναη κίνηση του χρόνου.
Και να τον ξεγελάσουμε κι οι δύο μπερδεύοντας τη στιγμή με το αιώνιο.
Να σε καλέσω να περάσεις από μέσα μου και να αφήσεις στο κορμί μου το σημάδι της ανάσας σου.
Κι εσύ να με κοιτάξεις και στο είδωλο των ματιών σου να χορέψει ο πόθος μου με την απόκοσμη γαλήνη του έρωτά σου.
Εκεί που σε συνάντησα όταν η αλμύρα νοστήμευε τη σάρκα σου.
Σε κοιτούσα κι είχες τα μάτια σου κλειστά.
Δεν ήξερα αν κοιμόσουν ή γαλήνευες.
Κοιτούσα τον ήλιο να φωτίζει τα σκοτεινά σου βλέφαρα και η λάμψη τους αντανακλούσε στα σωθικά μου.
Μπορούσα για ώρες να κάθομαι να σε κοιτώ.
Να ζωγραφίζω μέσα μου τη μορφή σου.
Άνοιξες τα μάτια σου και κοίταξες τα μάτια μου.
Κοίταξα κι εγώ τα δικά σου, τα άγγιξα, τα φίλησα.
Με δέκα μάτια, δέκα χέρια, δέκα στόματα.
Για λίγο ένιωσα να με ερωτεύεσαι και διαμελίστηκε το είναι μου.
Έγινα ολόκληρη ένα πέπλο ονείρου να σε τυλίγει σε κάθε σου σιωπή.
Και σαν άλλη Οφηλία να θέλω να γνωρίσω την αγάπη σου.
Την κρυφή, τη σιωπηλή.
Από το κοχύλι που ακούω την καρδιά της θάλασσας, να ακούσω τον ήχο της δικής σου.
Από το σανδάλι σου που πάτησε δρόμους, να μάθω για τις εμπειρίες σου.
Από τη βέργα να αντικρύσω τις πληγές σου και από εκεί να βρω το δρόμο προς την αγνότητά σου.
Να σε γευτώ και να χαθώ στην αέναη κίνηση του χρόνου.
Και να τον ξεγελάσουμε κι οι δύο μπερδεύοντας τη στιγμή με το αιώνιο.
Να σε καλέσω να περάσεις από μέσα μου και να αφήσεις στο κορμί μου το σημάδι της ανάσας σου.
Κι εσύ να με κοιτάξεις και στο είδωλο των ματιών σου να χορέψει ο πόθος μου με την απόκοσμη γαλήνη του έρωτά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου