Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2019

Η χρονιά μου σε βιβλία με τις βαθμολογίες τους:

Celeste Ng "Μικρές φωτιές παντού" 7,5/10
Έλενα Φεράντε "Η ιστορία της χαμένης κόρης" 7/10
Julian Barnes "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ" 4/10
Jaume Cabre "Confiteor" 10/10
Εrnest Hemingway "Ο γέρος και η θάλασσα" 8/10
Κώστας Κατσουλάρης "Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά" 7,5/10
Έλενα Φεράντε "Μέρες εγκατάλειψης" 5/10
Κώστας Ακριβός "Γάλα Μαγνησίας" 10/10
Εrnesto Sabato " Το τούνελ" 7,5/10
Γιάννης Μακριδάκης "Η δεξιά τσέπη του ράσου" 7/10
Paul Auster "Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων" 8/10
Αlexandro Palomas "Ένας γιος" 9/10
Paul Auster "Η τριλογία της Νέας Υόρκης" 6/10
Gail Honeyman "Η Έλινορ Όλιφαντ είναι απολύτως καλά" 6,5/10
Ιωάννα Καρυστιάνη "Χίλιες Ανάσες" 8/10
Ζοζέ Σαραμάγκου "Περί τυφλότητος" 6,5/10
Brit Benett "Οι μητέρες" 7/10
Ρέιμοντ Κάρβερ "Ελέφαντας" 7/10
Javier Marias "Καρδιά τόσο άσπρη" 9/10
Αlessandro Barrico "Μίστερ Γκουίν" 7,5/10
 "Στο χείλος της αβύσσου" 7/10
Χρήστος Αστερίου "Η θεραπεία των αναμνήσεων" 7,5/10
Italo Svevo "Η συνείδηση του Ζήνωνα" 6,5/10
Αλέξης Σταμάτης "Ζωή" 6,5/10
Javier Marias "Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς" 10/10
Νίκος Δαβέττας "Η εβραία νύφη" 6,5/10
Παυλίνα Μάρβιν "Ιστορίες απ όλον τον κόσμο μου" 7/10
Άκης Παπαντώνης "Καρυότυπος" 9/10
Χανς Φαλαντα "Ο πότης" 9/10
Άκης Παπαντώνης "Ρηχό νερό, σκιές" 7,5/10
Ελένη Πριοβόλου "Στη ζωή νωρίς νυχτώνει" 7,5/10
Άντον Τσέχωφ "Διηγήματα και νουβέλες" 7,5/10
Σώτη Τριανταφύλλου "Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης" 8/10
Τζούλιαν Μπαρνς "Ο αχός της εποχής" 6/10
Σώτη Τριανταφύλλου "Μηχανικοί καταρράκτες" 8,5/10
Μahi Binebine "Τα αστέρια του Σίτυ Μουμέιν" 10/10
Μίλαν Κούντερα "Η άγνοια" 7,5/10
Σώτη Τριανταφύλλου "Για την αγάπη της γεωμετρίας" 9/10
Γιάννης Μακριδάκης "Ανάμισης ντενεκές" 7,5/10
Αlice Miller "Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας" 7/10
Hans Fallada "Μόνος στο Βερολίνο" 10/10
Sebastian Barry "Μέρες δίχως τέλος" 7,5/10
K.Π Καβάφης "Ποιήματα εν όλω" 10/10
Scott Peck "Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος" 7/10
Jane Harper "H ξηρασία" 7/10
Santiago Gamboa "Νυχτερινές ικεσίες" 10/10
Ισμήνη Καπάνταη "Με θέα τη ζωή" 6,5/10
Jonathan Coe "Τι ωραίο πλιάτσικο" 8/10
Colm Toibin "Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό" 8/10
Βασίλης Παπαθεοδώρου "Τη νύχτα που έσβησαν τ αστέρια" 8/10
Χρίστος Κυθρεώτης "Εκεί που ζούμε" 10/10
Herve le Tellier "Αρκετά μιλήσαμε για αγάπη" 7/10
  "Έρωτας στα δάση της Μοραβίας" 8/10
Γιώργος Μητάς "Ιστορίες του Χαλ" 8/10
Juan Marse "Σεργιάνι στο Γκιναρντό" 8,5/10
Edouard Louis "Nα τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ" 6,5/10
Pascal Bruckner "Tα μαύρα φεγγάρια του έρωτα" 7/10
Julian Barnes "Η μοναδική ιστορία" 10/10
M. Kαραγάτσης "Συνταγματάρχης Λιάπκιν" 8/10
Ευγενία Φακίνου "Έρως θέρος πόλεμος" 6/10
Andrew Sean Greer "Πλην" 7/10
Isable Allende "Του έρωτα και της σκιάς" 10/10
Σώτη Τριανταφύλλου "Το εργοστάσιο των μολυβιών" 7/10
Stefan Zweig "Ταξίδι στο παρελθόν" 10/10
Luca Ricci "Το φθινόπωρο" 7/10
Silvina Ocampo "Όποιος αγαπά μισεί" 7/10
Jeanette Winterson "Το πάθος" 7,5/10
Javier Marias "Ερωτοτροπίες" 8/10
Delia Owens "Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες" 10/10
Andre Aciman "Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου" 7,5/10
Ηλίας Μαγκλίνης "Είμαι όσα έχω ξεχάσει" 7/10

Ήταν μια πλούσια αναγνωστική χρονιά. Τα περισσότερα βιβλία διαβάστηκαν σε ηλεκτρικό και μετρό και τα "δεκάρια" μεταξύ 4 και 6 το ξημέρωμα που ξυπνούσα γιατί δεν μπορούσα να κρατηθώ μακριά τους!
Η λίστα με τα "want to read" παραμένει ατελείωτη. 
Καλές αναγνώσεις για το 2020!


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Andre Akiman- Να με φωνάζεις με τ όνομά σου

"Περίμενα και περίμενα στο δωμάτιό μου, καρφωμένος στο κρεβάτι μου, σε μια εκστατική κατάσταση τρόμου και προσμονής. Όχι μια φωτιά πάθους, όχι μια άγρια φωτιά, αλλά κάτι που με παρέλυε, σαν τη φωτιά από βόμβα διασποράς που ρουφά το γύρω οξυγόνο και σε αφήνει ξέπνοο γιατί έχεις φάει κλωτσιά στην κοιλιά και το κενό που ακολουθεί ξεσκίζει κάθε ζωντανό ιστό των πνευμόνων σου κάνοντας το στόμα σου να στεγνώνει, και τώρα ελπίζεις να μη σου μιλήσει κανένας, αφού ούτε εσύ μπορείς να μιλήσεις, και προσεύχεσαι κανείς να μην σου ζητήσει να κουνηθείς, γιατί η καρδιά σου έχει φράξει και χτυπάει τόσο δυνατά που είναι πιθανότερο να αρχίσει να φτύνει κομματάκια γυαλιού παρά να αφήσει να κυλήσει οτιδήποτε μέσα από τις μπουκωμένες της κοιλίες. Φωτιά σαν φόβος, σαν πανικός, σαν ένα λεπτό ακόμα έτσι, και θα πεθάνω αν δε χτυπήσει την πόρτα μου, αλλά καλύτερα να μη χτυπήσει ποτέ αν είναι να χτυπήσει τώρα. Είχα μάθει να αφήνω μισάνοιχτα τα παντζούρια μου, και ξάπλωνα στο κρεβάτι φορώντας μονάχα το μαγιό μου, με όλο μου το κορμί φλογισμένο. Φωτιά σαν ικεσία, που λέει σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πες μου ότι κάνω λάθος, πες μου ότι τα φαντάστηκα όλα, γιατί δεν μπορεί να είναι και η δική σου αλήθεια. Κι από όλα αυτά, εκείνο το απόγευμα που μπήκε τελικά στο δωμάτιό μου χωρίς να χτυπήσει λες και τον είχαν καλέσει όλες μου οι προσευχές και με ρώτησε πως και δεν ήμουν με τους άλλους στην παραλία, το μόνο που σκέφτηκα να του πω, παρόλο που δεν κατάφερα να το ξεστομίσω, ήταν, για να είμαι μαζί σου. Για να είμαι μαζί σου, Όλιβερ. Με ή χωρίς μαγιό. Να είμαι μαζί σου στο κρεβάτι μου. Στο κρεβάτι σου. Κάνε με ότι θέλεις. Πάρε με. Ρώτα με απλά αν θέλω, και δες τι απάντηση θα πάρεις, μονάχα μη μ αφήσεις να πω όχι."

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τα αγαπημένα μου στο βιβλίο και ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του, κατά τη γνώμη μου. Για έρωτα μιλάει το βιβλίο. Για έναν έρωτα δυνατό, φλογισμένο, πηγαίο, αληθινό, που ξεκινάει από το σώμα και κατακλύζει όλο το είναι, για έναν έρωτα που νιώθεις κι εσύ ως αναγνώστης, και είτε ταυτίζεσαι - αν είσαι ερωτευμένος- και ρουφάς την κάθε του λέξη και απολαμβάνεις το πόσο εύστοχα, βαθιά, αληθινά ο συγγραφέας αποτυπώνει κάθε μα κάθε σκέψη- συναίσθημα- εναλλαγή που σου συμβαίνει, είτε θυμάσαι πως ένιωθες όταν ήσουν ερωτευμένος και νοσταλγείς, είτε ζηλεύεις αν δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι σε κάνει να αισθανθείς. 

Ο αφηγητής της ιστορίας, ο Έλιο, θυμάται ένα καλοκαίρι στην Ιταλική Ριβιέρα, που ερωτεύτηκε τον Όλιβερ, φιλοξενούμενο και υπότροφο του καθηγητή πατέρα του Έλιο, με σκοπό να ολοκληρώσει τη διατριβή του στον Ηράκλειτο. Ερωτεύεται και ο Όλιβερ τον Έλιο, και μοιράζονται μαζί λίγες αλλά δυνατές στιγμές, μέχρις ότου ο Όλιβερ φύγει για την Αμερική. Οι δυο άντρες θα ξανασυναντηθούν 15 χρόνια μετά και θα μιλήσουν - ή δε θα μιλήσουν- για τα χρόνια που μεσολάβησαν, για την τροπή που πήραν οι ζωές τους.

Το βιβλίο πραγματεύεται την ερωτική ενηλικίωση του αφηγητή, τη συνειδητοποίηση της φύσης του, τη μνήμη, την απώλεια, τον πόνο της απώλειας, τη ματαίωση, το όνειρο, το πνίξιμο των συναισθημάτων και τη σύνδεση. Τη μοναδική σύνδεση μεταξύ δυο ανθρώπων, που φτάνουν να αποκαλούν ο ένας τον άλλο με το όνομά του, μιας και ο ένας χάνεται στον άλλο, γίνεται ο άλλος, είναι ένα. Τον έρωτα που είναι ένα καθολικό συναίσθημα, που αμφιβάλλεις αν αισθάνεσαι ή δεν αισθάνεσαι, που αγωνιάς για την αμοιβαιότητα αλλά και όταν επιβεβαιώνεται τα χάνεις, που ο άλλος φτάνει να σου γίνει εμμονή, που έχεις διαρκώς εναλλαγές και περνάς από τη χαρά στη συντριβή, από τον πόθο στο φόβο, από την αισιοδοξία στην αμηχανία και από το θάρρος να ανοιχτείς και να το ζήσεις στο "μάζεμα" πίσω στον εαυτό σου και στην περισυλλογή. Και φυσικά τη ζήλεια, την κτητικότητα, τη φλόγα στο κορμί σου, την αφύπνιση, την έκρηξη που συμβαίνει στο σώμα σου, τους τόνους ενέργειας που εκλύονται από τα σωθικά σου και δε σε αφήνουν να ησυχάσεις, γίνεται ολόκληρος μια φλόγα, μια αγκαλιά, μια ανάσα και δίνεσαι, αφήνεσαι, ζεις. Κι επειδή ζεις πιο έντονα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη ζωή σου, δεν το ξεχνάς ποτέ. Η σχέση πατέρα- γιου αποτυπώνεται εξαιρετικά και τα λόγια του πατέρα στον έφηβο γιο του μένουν χαραγμένα και εύχεσαι να τα πεις κι εσύ στο παιδί σου όταν ερωτευτεί.

"Αν υπάρχει πόνος φύλαξέ τον, αν υπάρχει φλόγα μην την πνίξεις, μην είσαι βάναυσος μαζί της. Ξεριζώνουμε τόσα πολλά από τους εαυτούς μας για να γιατρευτούμε γρηγορότερα απ όσο πρέπει, που μέχρι τα τριάντα έχουμε ξοφλήσει και έχουμε να δώσουμε όλο και λιγότερα σε κάθε νέα σχέση. Η απόσυρση είναι φριχτό πράγμα όταν σε κρατά ξάγρυπνο τη νύχτα και το να μας ξεχνάνε πιο σύντομα απ ότι θα θέλαμε είναι εξίσου σκληρό. Αλλά πόσο κρίμα να μην αφήνεσαι να νιώσεις, μόνο και μόνο για να μη νιώσεις τίποτα!"

YΓ1: Η ταινία μου άρεσε περισσότερο.
ΥΓ2: Τα τελευταία χρόνια τα "σνόμπαρα" τα love stories. Η ταινία με έκανε να τα αναζητήσω ξανά!

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Ντέλια Όουενς - Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες

Το "Eκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες" κονταροχτυπιέται μέσα μου με το "Eκεί που ζούμε" για το ποιο θα είναι το αγαπημένο μου μυθιστόρημα που διάβασα τη φετινή χρονιά.

Το μυθιστόρημα της Ντέλια Όουενς είναι η ιστορία ενηλικίωσης της Κάια Κλαρκ, ενός κοριτσιού που μεγαλώνει ολομόναχο στο βαλτότοπο της Βόρειας Καρολίνας, αφού έχει εγκαταλειφθεί από τη νευρικά κλονισμένη μητέρα της, τον μέθυσο πατέρα της και τα αδέρφια της που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη. Οι κοινωνικές δομές είναι ανύπαρκτες, πρόνοια για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά δεν υπάρχει σε μια Αμερική που μισεί το διαφορετικό και που η Κάια ανήκει στους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, οι άνθρωποι την αποστρέφονται και τη λοιδορούν. Κι έτσι εκείνη μεγαλώνει δίπλα στη φύση, γίνεται ένα με τη μητέρα Γη, που τη θρέφει, τη διδάσκει, την παρηγορεί και της φανερώνει τα μυστικά της. Η Κάια θα μάθει τους ήχους των ζώων, τις συμπεριφορές και τα ένστικτά τους, θα παρατηρήσει τα φυτά, τα χορτάρια, θα συνδεθεί με το χώμα κι έτσι η αβάσταχτη μοναξιά της μετουσιώνεται σε μια ευκαιρία για πραγματική επαφή με το φυσικό κόσμο και θα είναι το όπλο της για να επιβιώσει και για να ερμηνεύσει ανθρώπινες συμπεριφορές.

Μέσα στη μοναξιά της, θα προσπαθήσει να σπάσει τον ασφυκτικό κλοιό και να συνδεθεί με ανθρώπους, θα ερωτευτεί, θα προδοθεί, θα πονέσει, θα απελπιστεί. Στην πορεία του βιβλίου θα κατηγορηθεί και για το φόνο του αγαπημένου της που την πρόδωσε- τα κεφάλαια με την περιγραφή της δίκης αυξάνουν την ένταση και απογειώνουν το ενδιαφέρον. 

Είναι ένα κορίτσι ολομόναχο που νιώθει ότι δεν το αγαπάει κανείς. Που έχει μάθει να θρυμματίζει τα συναισθήματά της για να αυτοπροστατεύεται και να επιβιώνει. Ερωτεύεται δίνοντας κάθε φορά ένα κομμάτι της που νιώθει ότι δεν παίρνει πίσω ποτέ κι αυτό την ταράζει. Την αγαπάς πολύ ως αναγνώστης. Θες να την κρατήσεις στην αγκαλιά σου, να της ψιθυρίσεις πως θα μείνει κοντά της και δε θα φύγεις, να την χαιδέψεις, να γνωρίσεις τον κόσμο της, να της ζητήσεις να σου μάθει τα μυστικά του βάλτου. Η γραφή της Όουενς είναι τόσο τρυφερή, που χωρίς να γίνεται μελοδραματική, σου σπάει την καρδιά και σε κάνει να σκεφτείς πως είναι να γεννιέται κανείς και να μεγαλώνει σ έναν εχθρικό κόσμο και πως διαμορφώνεται η ψυχοσύνθεση και η κοινωνική του συμπεριφορά. Η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου είναι άψογη και οι ποιητικές αναφορές που παρεμβάλλονται μέσα στο βιβλίο προσθέτουν στην αλληγορική και παραμυθένια ατμόσφαιρα του βιβλίου. 


- Διαβάζεις Κάια. Από δω και πέρα, πάντα θα μπορείς να διαβάζεις.
- Δεν είναι μόνο αυτό. Η φωνή της ήταν σχεδόν ψιθυριστή. Δεν το  ξερα πως οι λέξεις μπορούν να χωράνε τόσο πράμα. Δεν το χα φανταστεί πως τα λόγια μπορούν να είναι έτσι γεμάτα.
Ο Τέιτ χαμογέλασε. 
- Πολύ ωραία φράση. Αλλά δεν χωράνε οι λέξεις τόσα πολλά. 


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Javier Marias- Ερωτοτροπίες

Ο Χαβιέ Μαρίας αποτελεί έναν από τους αγαπημένους- λατρευτούς μου συγγραφείς- κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, δηλώνω απερίγραπτα και παντοτινά ερωτευμένη με τη γραφή του. Απ΄ όταν διάβασα το "καρδιά τόσο άσπρη", μαγεύτηκα, καθηλώθηκα. Συνέχισα με το "αύριο στη μάχη να με σκεφτείς", που θεωρώ ως τώρα το καλύτερο του βιβλίο. Και για να απολαύσω αργά και βασανιστικά τον έρωτά μου, κάθε τόσο ανατρέχω σε ένα από τα έργα του- ευτυχώς έχει πολλά ακόμα!


Ο Χαβιέ Μαρίας γράφει εντελώς αντισυμβατικά- ο λόγος του είναι μακροπερίοδος, μοιάζει να αδιαφορεί για το ποιά λέξη να βάλει που, για το αν πλατιάζει, για το αν έχει πλοκή η ιστορία, είναι καλλιτέχνης, ατόφιος και μοναδικός. Σε βάζει σ έναν δικό του κόσμο, μια ψυχεδελική κατάσταση- κατασκευάζει μια απλή πλοκή, φαινομενικά επίπεδη και σου μιλάει ψυθιριστά, σε απομονώνει από το περιβάλλον και "ερωτοτροπεί" με το μυαλό, την ψυχή και τις σκέψεις σου. Μιλάει για σένα, είναι το  καταφύγιο σου.

Αυτά για τον έρωτά μου!

Πάμε τώρα στο βιβλίο.

Η Μαρία Ντολθ, η κεντρική αφηγήτρια, συχνάζει σε ένα καφέ και κάθε μέρα πριν πάει στη δουλειά της, παρατηρεί ένα ζευγάρι παντρεμένο με παιδιά, που μοιάζει πολύ ερωτευμένο. Εκείνη είναι υπάλληλος ενός εκδοτικού οίκου, λείπει από τη ζωή της ο έρωτας και η συντροφικότητα και γι αυτό τη συγκινεί ο δεσμός του ζευγαριού αυτoύ. Μια μέρα ξαφνικά, ο άντρας δολοφονείται. Η Μαρία σπεύδει να γνωρίσει τη σύζυγό του, στην οποία προσπαθεί και να συμπαρασταθεί. Σε μια συνάντηση στο σπίτι της, γνωρίζει και τον καλύτερο φίλο του εκλειπόντα, τον Χαβιέ Ντίαθ Βαρέλα. Εκείνη τον ερωτεύεται, για εκείνον είναι μια εφήμερη σχέση, μιας και ο απώτερος σκοπός του είναι να κερδίσει τη Λουίζα, τη χήρα του κολλητού του και για να το επιτύχει αυτό  οδηγείται σε πράξεις αποτρόπαιες. 

Ο συγγραφέας καταπιάνεται με δυο βασικά θέματα: τον έρωτα και το θάνατο και μοιάζει να είναι και τα δυο όψεις του ίδιο νομίσματος. Μιλάει επίσης για το πένθος και τα στάδιά του. Πόσο οδυνηρό είναι στην αρχή, πως μαλακώνει με τον καιρό, πως ο άνθρωπος συμβιβάζεται και τελικά αντέχει την απώλεια, σε σημείο που μοιάζει εφιαλτικό να επέστρεφε ο νεκρός στη ζωή. Μιλάει για τον αργό και τον ξαφνικό θάνατο. Για το πως ο ξαφνικός θάνατος, πέρα από το σοκ που επιφέρει, είναι προτιμότερος καθώς σε κανέναν δεν αξίζει να αργοσβήνει και να βιώνει τον εφιάλτη του σταδιακού του χαμού.

"Δεν τολμά κανείς να ευχηθεί τον θάνατο κανενός, πόσω μάλλον κάποιου κοντινού προσώπου, αλλά διαισθάνεται πως, αν κάποιος συγκεκριμένος πάθαινε ατύχημα, ή αρρώσταινε θανάσιμα, κάπως θα βελτιωνόταν το σύμπαν ή, πράγμα που κάνει το ίδιο για τον καθένα, η προσωπική του κατάσταση. Αν εκείνος ή εκείνη δεν υπήρχαν, μπορεί να σκεφτεί κανείς, πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα, τι βάρος θα έφευγε από πάνω μου, θα τελείωναν τα βάσανά μου, ή η αφόρητη δυσφορία μου, ή πόσο θα ξεχώριζα εγώ. "

Ο έρωτας είναι πανταχού παρών στο βιβλίο. Απασχολεί έντονα τον συγγραφέα, μοιάζει να αναμασά τα ίδια και τα ίδια, για να τα εμπεδώσει, να τα εμπεδώσουμε κι εμείς και να του κάνουμε παρέα στις εμμονές του. Ο έρωτας μοιάζει με ψυχική νόσο που οδηγεί στο παράλογο και στα άκρα. Από τη μια ο εκπληρωμένος έρωτας που έχει γίνει υγιής αγάπη και αποτυπώνεται στο ερωτευμένο ζευγάρι με τρυφερότητα και υγιή επικοινωνία. Στον αντίποδα, ο ανεκπλήρωτος έρωτας που ταλαιπωρεί και πληγώνει τον άνθρωπο και τον κάνει να μηχανεύεται διάφορα και να ξεπερνάει τον εαυτό του, να αδιαφορεί για τους κανόνες και τα πρέπει, να καταργεί τα εμπόδια, με σκοπό την κατάκτηση του αντικειμένου του πόθου και την εκπλήρωση των επιθυμιών του. Η έλξη που αισθάνεται η Μαρία για τον Χαβιέ, η πάλη της, οι ελπίδες της κάθε φορά που τον συναντούσε και το πως υποτάσσεται σ εκείνον, δεχόμενη ότι είναι δοσμένος σε μια άλλη γυναίκα, μόνο και μόνο για μερικές λαμπερές στιγμές ευτυχίας. Οι ήρωες του Χαβιέ Μαρίας είναι τρωτοί άνθρωποι, δοσμένοι στα πάθη τους, χωρίς αυτοπροστασία, ευάλωττοι και ζωντανοί, και τελικά ακαταμάχητα γοητευτικοί.


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Stefan Zweig- Ταξίδι στο παρελθόν

Ο Στέφαν Τσβάιχ είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς. Με συγκινεί βαθιά η ιστορία του, η γραφή του, η ψυχή του που αισθάνομαι να ξεδιπλώνεται σε κάθε του έργο και μέσα από τα πρόσωπά τους. Οι ήρωες του Τσβάιχ είναι μελαγχολικοί άνθρωποι, που δεν χωράνε στον εαυτό τους, που βασανίζονται από θέματα υπαρξιακά και μεταφυσικά, βαθιά μόνοι και απροσπέλαστοι, μέσα στην κοινωνία αλλά και έξω από αυτή, σαν θλιμμένοι παρατηρητές μιας ζωής που περνάει, που τους ξαφνιάζει, που τους συγκλονίζει ως τα τρίσβαθα της ψυχή τους. Με ευαισθησίες μεγάλες, με εσωτερικές πιέσεις αφόρητες, δε βρίσκουν ποτέ την ευτυχία, κουβαλάνε ως το τέλος της ζωής τους το σταυρό της διαφορετικότητάς τους και πληρώνουν το τίμημα. Πως θα μπορούσαν άλλωστε να είναι, όταν όλα του τα έργα είναι τοποθετημένα στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και οι ήρωές του καλούνται να επιβιώσουν σ έναν κόσμο που καταρρέει από το μίσος, το φόβο και την παραφροσύνη.

O Λούντβιχ είναι ένας νεαρός μηχανικός, φτωχός και περήφανος. Με μεγάλη δυσκολία δέχεται να προσφέρει τις υπηρεσίες του, μένοντας στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου εργοδότη του στη Φρανκφούρτη. Εκεί συναντά τη σύζυγο του αφεντικού του και ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια δυνατή έλξη, που δεν εκδηλώνεται ως τη στιγμή που ο Λούντβιχ αναγκάζεται να φύγει στο Μεξικό, ως επικεφαλής μιας επιχείρησης εξόρυξης πολύτιμων μεταλλευμάτων. Αντιμέτωποι με το χωρισμό, το πάθος τους θεριεύει και εκδηλώνεται. Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος θα τους κρατήσει μακριά και θα ξανασυναντηθούν εννέα χρόνια μετά, συνταξιδιώτες σ ένα βαγόνι τρένου, τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί.

"Δεν την τράβηξε εκείνος πάνω του, δεν τον τράβηξε εκείνη πάνω της, σαν να τους είχε παρασύρει κάποια θύελλα, ο ένας μαζί με τον άλλο, ο ένας μέσα στον άλλο, όρμησαν σε μια απύθμενη άβυσσο του ασυνειδήτου, και το να βυθίζονται εκεί μέσα ήταν κάτι σαν γλυκιά λιποθυμία που συγχρόνως τους έκαιγε- εκπυρσοκρότησαν συναισθήματα που συσσωρεύονταν για καιρό, με πυροκροτητή τον μαγνήτη της σύμπτωσης, μέσα σε μια και μοναδική στιγμή."

Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία, η οποία δίνει έμφαση στο βαθύ τραύμα που προκαλείται, όταν ο άνθρωπος δεν καταφέρνει να εκπληρώσει ένα ζωντανό και παλλόμενο συναίσθημα, το οποίο είναι καταδικασμένο να χαθεί. Η οδύνη που προκαλείται, ο πόνος, η προσπάθεια των ερωτευμένων να κρατήσουν ζωντανή την ανάμνηση του για να είναι έτοιμοι τη μέρα που θα ξανασυναντηθούν καθώς δεν μπορεί, δε γίνεται να μην έρθει αυτή η μέρα, όταν όλο τους το είναι διακατέχεται από ένα συναίσθημα τόσο ορμητικό και απόλυτο, σαν να τους έκλεισε το μάτι η ζωή και να τους καλωσόρισε σ έναν επίγειο Παράδεισο, που όμως δεν κατάφεραν εντέλει ποτέ να κατοικήσουν. Πως ο άνθρωπος ονειρεύεται ξύπνιος- πως βρίσκει καταφύγιο στη σκέψη του για να ζωντανέψει στο σώμα του την αίσθηση του άλλου. Και η τραγικότητα στη συνάντησή τους εννέα χρόνια μετά, όταν πια δεν είναι ίδιοι, είναι σκιές του εαυτού τους, όταν η Γερμανία είναι ρημαγμένη και νεαροί με σβάστικες παρελαύνουν, όταν και οι ίδιοι συντετριμμένοι συνειδητοποιούν πόσο έχουν αλλάξει- πως ένας πόλεμος αλλοιώνει, στραγγίζει, αφανίζει τον άνθρωπο.

"Δεν είναι στο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης να ζει μόνο με τις αναμνήσεις, και όπως τα φυτά και όπως κάθε δημιούργημα της φύσης χρειάζονται τη θρεπτική δύναμη της γης και φως από τον ουρανό ώστε τα χρώματά τους να μη ξεθωριάσουν και τα πέταλά τους να μη μαραθούν και πέσουν, έτσι ακόμα και τα όνειρα, ακόμα κι αυτά μοιάζουν υπερφυσικά, χρειάζονται μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφής από τις αισθήσεις, πρέπει να υποβοηθούνται τρυφερά και με εικόνες, διαφορετικά το σώμα τους αραιώνει και η λάμψη τους χάνεται."

Ο Τσβάιχ είναι ένας δεξιοτέχνης της αφήγησης, βουτάει στα τρίσβαθα της ψυχής, περιγράφει το συναίσθημα του έρωτα από την γέννηση ως τη συντριβή του με μια συναισθηματική ασυγκράτητη πληθωρικότητα, που σε συγκλονίζει. 

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Σώτη Τριανταφύλλου - Το εργοστάσιο των μολυβιών

To μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου καλύπτει, μέσα από τις ζωές των προσώπων μιας ελληνικής οικογένειας,  σχεδόν έναν αιώνα έντονων κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων και πολιτιστικών ζυμώσεων παγκοσμίως, από το Κάιρο του 1866 ως την Αθήνα τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Ο Στέφανος Ασημάκης βρίσκεται στο Κάιρο όταν οι Γάλλοι κατασκευάζουν τη διώρυγα του Σουέζ. Στην Ευρώπη, με τη βιομηχανική επανάσταση, ένας νέος κόσμος αναδύεται, τον οποίο ο Στέφανος ονειρεύεται να ενώσει με γέφυρες και σιδηροδρόμους. Αργότερα ο γιος του, ο Μάρκος οραματίζεται να κατασκευάσει μολύβια και να τα δώσει στον κόσμο για να εκφράζεται. Ο σύντροφός του ο Βάγκαλης να σκορπίσει κοινωνικές επαναστάσεις και να αλλάξει το κατεστημένο. Και με την κόρη του Μάρκου, τη Λουίζα, μετά από χρόνια τόσο κοινωνικών όσο και προσωπικών αγώνων σε Αλεξάνδρεια, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αγία Πετρούπολη, να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να προσπαθήσουν να επιδιώξουν το όνειρο του Μάρκου, να φτιάξουν ένα εργοστάσιο μολυβιών. Σαν η ιστορία και οι χαρακτήρες να επαναλαμβάνονται, σαν να μην μπορούμε να ξεφύγουμε από το DNA μας, από τις ρίζες μας. Και άλλα όνειρα να γίνονται αληθινά, άλλα να ματαιώνονται, άλλοι άνθρωποι να αντιστέκονται, να προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο, να μην τα καταφέρνουν, άλλοι να εγκαταλείπουν, άλλοι να συμβιβάζονται κι άλλοι να συνεχίζουν, και μερικοί να λούζονται επιλογές που δεν είναι δικές τους. 

Μου άρεσε ιδιαίτερα η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Βάγκαλη, θεωρώ ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας στο βιβλίο, ένας πολίτης του κόσμου, με ψυχικές διαταραχές, που είναι μέσα στις εξελίξεις, αλλά ταυτόχρονα και παρατηρητής, που χάνει συντρόφους του και θρηνεί ανθρώπους που αγάπησε και παραμένει "ολόκληρος" ως το τέλος, ένα τέλος δύσκολο καθώς βρίσκεται σε μια Ελλάδα που βασανίζει τους κουμουνιστές, στα πρόθυρα πολέμου.

"Η ζωή μας είναι μια σκυταλοδρομία ονείρων: άλλος φτιάχνει το όνειρο κι άλλος το πραγματοποιεί, ο ένας το δίνει στον άλλον και μέσα στην κούρσα μερικοί το ρίχνουν κάτω και οι επόμενοι το τσαλαπατάνε."

Το μυθιστόρημα της Σ.Τ. εμπίπτει στην κατηγορία του ιστορικού μυθιστορήματος, οι ήρωες του, άνθρωποι καθημερινοί, συνυπάρχουν με τον Γκάστον Βολφ, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Μαγιακόφσκι. Πρωταγωνιστής παραμένει η ιστορία, οι ήρωες είναι πολλοί, άλλοι διαγράφονται επαρκώς άλλοι λίγοτερο. Η συγγραφέας ασκεί έντονη κριτική στα ακραία καθεστώτα,  στη ρωσική επανάσταση και στα εγκλήματα του Σταλινικού καθεστώτος, στο πως μια δύναμη αλλαγής γίνεται ένα αυταρχικό καθεστώς υποκρισίας, πως η εξουσία διαφθείρει, πως οι άνθρωποι πολώνονται, αν ο σκοπός τους αγιάζει τα μέσα, πως διαχειρίζονται τις ματαιώσεις τους, πως αποφεύγουν να αποδεχτούν τις αστοχίες τους, πως ξεστρατίζουν από το αρχικό τους όραμα, όταν πιέζονται από έντονες κοινωνικοπολιτικές αλλά και προσωπικές αναταράξεις, 

Η συγγραφέας επιχείρησε ένα αναμφίβολα μεγαλόπνοο σχέδιο, να συμπεριλάβει σε ένα μυθιστόρημα όλη την περίοδο του ευρωπαικού μοντερνισμού, μια περίοδο που επέφερε ριζικές κοσμογονικές αλλαγές σε λίγο διάστημα. Η αφήγησή της είναι πάντα ρέουσα, σε συνεπαίρνει, δε σε κουράζει και είτε συμφωνείς, είτε δε συμφωνείς με τις πολιτικές τοποθετήσεις της συγγραφέως, την παραδέχεσαι!






Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Ιζαμπέλ Αλιέντε- Του έρωτα και της σκιάς

Δεν ξέρω γιατί μου πήρε τόσα χρόνια να διαβάσω Ιζαμπέλ Αλιέντε. Από τις πρώτες σελίδες κατάλαβα πόσο σπουδαία συγγραφέας είναι, πόσο διευσδυτική, με βαθειά και σφαιρική ματιά στο τι συμβαίνει γύρω της και πόσο καλή πένα έχει- αναμφίβολα είναι μια από τις σπουδαιότερες συγγραφείς του κόσμου.

Το βιβλίο μας μεταφέρει στη Χιλή, στα χρόνια της δικτατορίας του Πινοσέτ. Εκεί η Αλιέντε έχει βάλει τους ήρωές της να ζουν σε μια εποχή απόλυτου φόβου, κατατρεγμού και ανελευθερίας, να αντιμετωπίζει ο καθένας την πραγματικότητα με τις δικές του δυνάμεις. Άλλοι αντιστέκονται, άλλοι αναζητούν πνευματικό καταφύγιο στη θρησκεία, άλλοι γίνονται όργανα του συστήματος, σκοτώνουν και καταπατούν, κατόπιν πλύσης εγκεφάλου ότι είναι ο μόνος τρόπος να διασώσουν την πατρίδα τους. Όλοι όμως οι ήρωες της Αλιέντε είναι ξεχωριστοί, σε όλους διευσδύει στα τρίσβαθα της ψυχοσύνθεσής τους, τους συμπονά και τους καταλαβαίνει. 

"... μια χώρα μικρογραφία, μια μικρή κηλίδα στο χάρτη, βουτηγμένη σε μιαν αχανή και θαυμαστή ήπειρο, όπου η πρόοδος έφτανε με καθυστέρηση αιώνων: γη με τυφώνες, σεισμούς, ποτάμια πλατιά σαν θάλασσες, δάση τόσο πυκνά που δεν τα διαπερνάει το φως του ήλιου, έδαφος που στο αιώνιο χώμα του έρπουν ζώα μυθικά και ζουν ανθρώπινα πλάσματα απαράλλαχτα από την αρχή του κόσμου, γεωγραφία ανάστατη όπου γεννιέται κανείς μ ένα αστέρι στο μέτωπο, σημάδι του θαυμαστού, με τρομακτικές οροσειρές, όπου ο αέρας είναι ελαφρύς σαν πέπλο, απόλυτες έρημοι ... εκεί ανακατεύονται όλες οι φυλές στο χωνευτήρι της βίας, ινδιάνοι με φτερά, ταξιδιώτες από μακρινές δημοκρατίες, περιπλανώμενοι μαύροι, Κινέζοι που έφταναν λαθραία μέσα σε κιβώτια με μήλα, καλόγεροι, προφήτες και τύραννοι, όλοι χέρι με χέρι, οι ζωντανοί και τα φαντάσματα"

Μέσα σ αυτή την έντονη κοινωνική συνθήκη, γεννιέται ένας έρωτας. Η Ιρένε, μεγαλοαστή και μάχιμη δημοσιογράφος που μάχεται για το κοινό καλό, σε αντίθεση με τη μητέρα της, που είναι αποστασιοποιημένη από τα κοινωνικά δρώμενα και είναι της νοοτροπίας "μακριά από το σπίτι μου, κι όπου θέλει ας είναι" ερωτεύεται τον Φρανσίσκο, φωτογράφο στο επάγγελμα, γιο φτωχών μεταναστών από την Ισπανία, που έχει μεγαλώσει με στερήσεις αλλά πολλή αγάπη και έναν πατέρα κοινωνικά αφυπνισμένο. Οι δυο τους ερωτεύονται βαθειά, αληθινά, απόλυτα. Τους συνδέει η καθαρή τους ματιά, η αγωνία τους για τον άνθρωπο, το ότι δεν εφησυχάζουν, η αθωότητα των ψυχών τους και στην πορεία του βιβλίου η αποκάλυψη ενός στυγνού εγκλήματος. Και σίγουρα ο έρωτας, που δεν τον ορίζεις, δεν τον επιλέγεις, δεν τον δαμάζεις, τον αφήνεις να κυριεύσει σώμα, ψυχή, μυαλό, και να σε συνεπάρει όταν όλα γύρω σου καταρρέουν- δεν του αντιστέκεσαι, είναι δυνατότερος από εσένα. 

"H Iρένε ποτέ δεν είχε ερωτευτεί έτσι, αγνοούσε αυτό το δόσιμο χωρίς φραγμούς, φόβους ή επιφυλάξεις, δεν θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ τέτοια απόλαυση, βαθειά επικοινωνία, αμοιβαιότητα. Έκθαμβη, ανακάλυπτε το καινούργιο και εκπληκτικό στις γραμμές του κορμί του φίλου της, τη ζεστασιά του, τη γεύση του, το άρωμά του, το εξερευνούσε κυριεύοντας το, σπέρνοντας το με χάδια μόλις επινοημένα. Ποτέ δεν είχε χαρεί με τόση αγαλλίαση το πανηγύρι των αισθήσεων, πάρε με, κούρσεψέ με, δέξου με, γιατί με τον ίδιο τρόπο σε παίρνω, σε κουρσεύω, σε δέχομαι κι εγώ. "

To βιβλίο ξεχειλίζει από συναισθήματα, από περιγραφές, σε κάθε σελίδα πιάνεται το στομάχι σου είτε από τις ονειρικές ερωτικές περιγραφές, είτε από τις ζωές των ανθρώπων ρημαγμένες από τη βία, το ταπεινωτικό απολυταρχικό στρατοκρατούμενο καθεστώς, τα παράδοξα όπως η ανταλλαγή της επιλληπτικής Εβακχελίνας και το τόσο σκληρό της πεπρωμένο, το θάνατο που έχει σκορπίσει παντού. Σε κάνει  κοινωνό της πραγματικότητας που περιγράφει, νιώθεις να συμπάσχεις με όλα τα πρόσωπα, το καθένα ξεχωριστά και οι λυρικές της περιγραφές είναι κομψοτεχνήματα. Έχει μια ανατριχιαστική αισθαντικότητα και σε κάθε χαρακτήρα έχει σκάψει εντυπωσιακά βαθειά και κάνει τον αναγνώστη  να σκάψει κι αυτός κάτω από την επιφάνεια για να βρει το κάτι παραπάνω. Είναι ένα αναμφίβολα σπουδαίο κοινωνικό βιβλίο, που έχει εντάξει στοχευμένα τον έρωτα μέσα σ αυτό για να δείξει ότι και στην πιο αποκτηνωμένη κοινωνική συνθήκη, υπάρχουν άνθρωποι αγνοί, που δεν τα παρατάνε, που τα βάζουν με τα τέρατα του συστήματος, που αφυπνίζονται, που παλεύουν για την ελευθερία όλων, την αγάπη, την αξιοπρέπεια, τις αξίες τους. Αναμφίβολα είναι ένα βιβλίο που θα ναι για πάντα στην καρδιά μου, πυξίδα μου, η Αλιέντε μια ακόμα Λατινοαμερικανίδα συγγραφέας που θα θαυμάζω απειριόριστα. 

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Ευγενία Φακίνου- Έρως, θέρος , πόλεμος

Την εκτιμώ και την αγαπώ την Ευγενία Φακίνου. Την τρυφεράδα της γραφής της. Το πρώτο βιβλίο της που διάβασα ήταν η "Αστραδενή" και παραμένει ως τώρα κατά τη γνώμη μου, το καλύτερό της.

Στο Έρως Θέρος Πόλεμος, παρακολουθούμε τη ζωή της Μαρίας, που ξεκινάει από ένα ορεινό χωριό της Σύμης, συνεχίζεται στην Αλεξάνδρεια και καταλήγει στην Αθήνα. Παρακολουθούμε όλη την πορεία ζωής, τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις τάσεις φυγής της, τη δράση της, τις επιλογές της. Μου άρεσε η σχέση μάνας κόρης και το ότι το βιβλίο ξεκινάει με έναν παντογνώστη αφηγητή, για να καταλήξει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση της κόρης της Μαρίας- είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπουμε τη Μαρία μέσα από τα μάτια του παιδιού της. Ταυτόχρονα βλέπουμε ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας, η Φακίνου έχει πετύχει μια καλή σύνδεση των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων της εποχής με τη δράση των ηρώων- όταν η Ιστορία ξεπερνάει τον άνθρωπο και καθορίζει τη μοίρα του.

Το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο, αλλά οι χαρακτήρες στερούνται βάθους, η γλώσσα είναι πολύ απλή και η πλοκή εξελίσσεται γραμμικά και προβλέψιμα. Η προοικονομία που χρησιμοποιεί η συγγραφέας σε αρκετά σημεία δε βοηθάει σ αυτό. 

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Άντριου Σων Γκρίερ - Πλην

Ο Άρθουρ Πλην, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι ένας μεσήλικας ομοφυλόφιλος συγγραφέας, πεπεισμένος ότι είναι μέτριος και πως κανένας δε θα διάβαζε ποτέ τα βιβλία του. Το μεγαλύτερο μέρος της νιότης του πέρασε δίπλα στον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό του Ρόμπερτ Μπράουνμπερν, αναγνωρισμένο και πολυδιαβασμένο ποιητή, μια σχέση που φαίνεται να τον σημάδεψε. Ζούσε στη σκιά αυτού του ιδιοφυούς αλλά και δύστροπου ανθρώπου, γεγονός που φαίνεται να παγίωσε μέσα του την πεποίθηση ότι ο ίδιος στερείται ταλέντου και ιδιαιτερότητας, και κάνοντας τα πάντα για να συμβιώσει μαζί του, βάζοντας τον εαυτό και τις ανάγκες του σε δεύτερη μοίρα. 


Πώς ήταν να ζεις με μια μεγαλοφυΐα; Σαν να ζεις ολομόναχος. Σαν να ζεις ολομόναχος πλάι σε μια τίγρη. Τα πάντα έπρεπε να θυσιαστούν στο όνομα της δουλειάς. Κάθετι που είχες προγραμματίσει έπρεπε να ακυρωθεί, τα γεύματα υποχρεωτικά θα καθυστερούσαν, έπρεπε να τρέξεις άρον άρον, να αγοράσεις αλκοόλ ή να το αδειάσεις όλο στο νεροχύτη. [...] Η ρουτίνα ήταν το χαιδεμένο τους κατοικίδιο, ο δαίμονας του σπιτιού [...] έπρεπε α σερβίρεις τον καφέ και την ποίηση, να μη διακόπτεις τη σιωπή, να χαμογελάς όταν εκείνος έβγαινε βαρύθυμος από το γραφείο του, να μην παίρνεις τίποτα προσωρινά.
Απο πού ερχόταν η μεγαλοφυΐα; Πού πήγαινε;

Ήταν σαν να δεχόσουν να ζήσει μαζί σου άλλος ένας εραστής, ένας εραστής το οποίο δεν είχες γνωρίσει ποτέ αλλά που ήξερες ότι εκείνος τον αγαπούσε περισσότερο από σένα.



Η ιστορία ξεκινάει όταν ο Φρέντι, ο σύντροφός του επί εννέα χρόνια που διαδέχτηκε τον Ρόμπερτ, παντρεύεται έναν άλλο άντρα. Ο Πλην, αποφασίζει να αποδεχτεί οποιαδήποτε λογοτεχνική πρόσκληση, είτε για να παραστεί σε κάποια βράβευση, είτε για να διδάξει σε κάποιο πανεπιστήμιο σε φοιτητές που είναι αμφίβολο αν θέλουν να τον παρακολουθήσουν και ξεκινάει ένα ταξίδι- γύρο της Γης, προκειμένου να αποφύγει να παρευρεθεί στο γάμο. 

Σ αυτή τη μοναχική περιπλάνηση στον κόσμο, ο ήρωάς μας ουσιαστικά έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Έχει αφήσει πίσω του την κυριαρχική φιγούρα του Ρόμπερτ που έπνιγε κάθε δική του εσωτερική φωνή, αλλά και τη σχέση του με τον νεότερό του Φρέντι, που φαίνεται ότι δεν προσπάθησε να την κρατήσει. Πως είναι να φτάνεις στη μέση ηλικία, πεπεισμένος για τη μετριότητά σου και με τη θλιβερή σκέψη ότι το τέλος είναι πιο κοντά από την περίοδο της ακμής σου. Πως είναι να σκέφτεσαι τους έρωτες που σε σημάδεψαν, σε πλήγωσαν, αλλά που ποτέ δεν το εξέφρασες για να μη στεναχωρέσεις τους συντρόφους σου. Πως διαμορφώνεται ένας άνθρωπος που ζει χωρίς "προστατευτικό κέλυφος", κρατώντας μια παιδική αθωότητα, μια γλυκύτητα, και μένοντας ανοιχτός στη ζωή να τον διδάξει και να τον πλάσει. Ο Πλην περπατάει το ανεξερεύνητο μονοπάτι της αυτογνωσίας. Και στο πρόσωπό του βρίσκουμε έναν καλής πάστας, τρωτό άνθρωπο, που δεν έγινε τέρας, που δεν ύψωσε τείχη, που δεν απέκτησε άμυνες, ένα παιδί στο μπλε κουστούμι ενός ενήλικα,  που βουτάει στη ζωή κατακούτελα, στις χαρές και στις λύπες της, και που βιώνει τις πίκρες με χιούμορ και διάθεση αυτοσαρκασμού. 

Ο έρωτας είναι παρών στο βιβλίο σε διάφορες μορφές: ως έρωτας- θάνατος, ο Πλην νιώθει τυχερός που ζει και δεν έχει πεθάνει από AIDS, όπως οι περισσότεροι φίλοι του τη δεκαετία του 80, ως έρωτας ελεύθερος που όταν τελειώνει οι άνθρωποι φεύγουν απλά και αθόρυβα, χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς τη διάθεση του βολέματος και του συμφέροντος και χωρίς να σκίζουν τις σάρκες τους, ως έρωτας- τροχοπέδη στην ελευθερία έκφρασης, από φόβο μην δυσαρεστήσεις τον άνθρωπο που θες πάσει θυσία να μείνεις μαζί του, ως έρωτας που συγχωρεί την απιστία και δεν την παίρνει προσωπικά.

Το βιβλίο αρχικά ένιωσα να με κουράζει, στην πορεία όμως μπήκα στο ρυθμό του. Θεωρώ ότι η μετάφραση το έχει αδικήσει- είναι δύσκολο βέβαια να μεταφέρεις το χιούμορ σε άλλη γλώσσα, ένιωσα ότι ο λόγος σε μερικά σημεία δεν έρεε. Θα ήθελα να το διαβάσω στα αγγλικά. Δεν είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία ως γραφή και πλοκή, είναι ένα βιβλίο όμως που με έκανε να σκεφτώ και να ζηλέψω το μοναχικό ταξίδι του Πλην και την πραγματική ελευθερία που βιώνεις όταν είσαι μόνος.

Σημείωση : Η ευτυχία δεν είναι απάτη.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Julian Barnes- Η μοναδική ιστορία

Έχω αδυναμία στον Τζούλιαν Μπαρνς. Στην καθαρή, αληθινή, αισθαντική γραφή του. Έχω διαβάσει ότι έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά - εκτός από την ιστορία του κόσμου σε 10 1/2 κεφαλαία που είναι εξαντλημένο. Η μοναδική ιστορία είναι το αγαπημένο μου από τα βιβλία του, το χα διαβάσει ένα χρόνο πριν περίπου και τώρα το αναζήτησα ξανά, όπως γίνεται με οτιδήποτε αγαπημένο- είναι εκεί και έρχεται η στιγμή που προστρέχεις σ αυτό.

Δεν ξέρω γιατί επιλέγουμε βιβλία, τι μας κερδίζει, τι ανάγκη μας καλύπτει. Εμένα τα βιβλία ορίζουν τη ζωή μου. H κάθε περίοδος της ζωής μου χαρακτηρίζεται από αυτό που διαβάζω- γιατί ναι πάντα κάτι διαβάζω. Το βιβλίο είναι ο καλύτερος μου φίλος, είναι οι σκέψεις μου, οι σιωπές μου, ο χώρος μου, η μοναξιά μου, τα όνειρά μου.

"Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μόνο μια ιστορία να αφηγηθούμε. Δε θέλω να πω ότι μας συμβαίνει μονάχα ένα πράγμα όσο ζούμε: στο διάβα της ζωής μας συντελούνται αναρίθμητα γεγονότα τα οποία μετατρέπουμε σε αναρίθμητες ιστορίες. Όμως ένα μονάχα έχει σημασία, ένα μονάχα αξίζει πραγματικά να αφηγηθούμε. Και να ποιο είναι το δικό μου".

Ο Πολ είναι ένας δεκαεννιάχρονος Άγγλος μεγαλοαστός γνωρίζει τη 48χρονη Σούζαν, παντρεμένη και μητέρα δυο κοριτσιών, στο τένις κλαμπ που γράφτηκε μετά από υπόδειξη των γονιών του. Ερωτεύονται και γίνονται ζευγάρι υπό το βλέμμα των συντηρητικών γονιών του Πολ και του αδιάφορου, άξεστου και μέθυσου άντρα της Σούζαν. Όταν ο δεσμός τους γίνει αντιληπτός, τους διώχνουν από το τένις κλαμπ κι εκείνοι αποφασίζουν να φύγουν και να ζήσουν μαζί. Λίγο αργότερα επέρχεται η κατάρρευση της Σούζαν, ο αλκοολισμός, η αρρώστια, ο πόνος.

Το βιβλίο έχει τρία κεφαλάια. Το κεφάλαιο "Ενα" σε πρώτο πρόσωπο, το κεφάλαιο "Δύο" σε δεύτερο, το κεφάλαιο "Τρία" σε τρίτο. Τα τρία πρόσωπα της αφήγησης αισθάνομαι ότι συνδέονται με την ηλικία, τις ανάγκες, την ταυτότητα του πρωταγωνιστή. Κεφάλαιο Ένα: η νεότητα! Θέλω, αισθάνομαι, δρω. Παρορμητικότητα και αυθορμητισμός. Δε σκέφτομαι πολύ, θέλω να ζήσω, να νιώσω στο έπακρον, να πάω ενάντια στο συντηρητισμό των γονιών μου, να ξεφύγω από τα στερεότυπα. Είμαι ένας άγραφος πίνακας. Όσο πιο αντισυμβατικά πράγματα μου συμβαίνουν, τόσο πιο ξεχωριστός είμαι. Ονειρεύομαι, θα πετύχω. Ο έρωτας με συνεπαίρνει, με εξουσιάζει, θα αφεθώ σ αυτόν για να φτάσω στη θέωση. Κεφάλαιο Δύο: Μεγαλώνεις. Ωριμάζεις. Πλέον μπαίνουν στο παιχνίδι και οι δεύτερες σκέψεις. Αυτοαξιολογείσαι. Αναλύεσαι. Η φωνή μέσα σου όλο και δυναμώνει. Γνωρίζεις σιγά σιγά τη ματαίωση. Δεν πάνε όλα όπως τα σχεδίαζες. Ο έρωτας που βούτηξες αρχίζει και ματώνει. Ο έρωτας που αποθέωσες είναι τρωτός. Ο άνθρωπος που αγαπάς φθείρεται. Βλέπεις από πολύ κοντά τον ψυχικό κλονισμό, την παράνοια. Πολεμάς να την σώσεις. Αλλά κάπου κουράζεσαι, δειλιάζεις, δεν αντέχεις. Όσο και να την αγαπάς, οι αντοχές σου περιορίζονται, οι ανάγκες σου μπαίνουν μπροστά πρέπει να φροντίσεις και εσένα. Στο κεφάλαιο "Τρία", ο πρωταγωνιστής πληγωμένος, ρημαγμένος, έχοντας πονέσει και φθαρεί, βλέπει πλέον τη ζωή του από απόσταση. Αναμετράται με τον πόνο και τις μνήμες του. Οι άμυνες του δίνουν τη θέση του παρατηρητή, στοχάζεται πάνω στη ζωή, βλέποντας το τέλος της να πλησιάζει. Και απαντάει στο πιο καίριο ερώτημα του βιβλίου: "Τι είναι προτιμότερο, μια ζωή τρικυμιώδης με πλούσια ανταλλάγματα αλλά και στιγμές συντριβής, ή μια ζωή επικούρειας αταραξίας όπου απουσιάζει μαζί με την ηδονή κι ο πόνος; Δεν έχει να κάνει (μόνο) με τον έρωτα ή την αγάπη, έχει να κάνει με όλα εκείνα τα μικρά ή μεγάλα που μπορούν να σε κάνουν να τρέμεις. " Όχι δε χρειάζεται να νιώσει όλα τα συναισθήματα στο έπακρο ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος. Καλύτερα μια μέτριας έντασης συναισθημάτων ζωή, παρά η άνευ άμυνας βουτιά στον πόνο και στην οδύνη. Οι αντοχές δεν είναι ανεξάντλητες. Ο άνθρωπος δεν είναι κατασκευασμένος για να αντέχει τον έρωτα, τον πόνο, την οδύνη σε μεγάλη διάρκεια. 


Ο Μπαρνς καταπιάνεται με βασικά θέματα: τον έρωτα, τη ματαίωση, τον ψυχικό κλονισμό, το θάνατο, τη μνήμη. Τι συγκρατεί η μνήμη, τι επιλέγει να διασώσει και αν τελικά ευτυχής είναι οποίος πλησιάζει στο τέλος της ζωής του και βλέπει στο παρελθόν όμορφες στιγμές ή οποίος βλέπει πόνο και άρα γι αυτόν ο θάνατος είναι η λύτρωση. Δεν υπάρχει μια και μοναδική αλήθεια για τον Μπαρνς, όλα είναι ταυτόχρονα λάθος και σωστά. Τι είναι ο έρωτας αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής όλα τα χρόνια της ζωής του, καταγράφοντας τους ορισμούς σ ένα τετράδιο. «Ο έρωτας αν του αφεθείς ολοκληρωτικά είναι μια καταστροφή».

Ο πόνος απασχολεί το συγγραφέα. Η συναισθηματική κατάρρευση, ο κλονισμός μιας θρυμματισμένης ψυχής και η φθορά. Και του καταλυτικού ρόλου που παίζει στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Πως η ψυχή σπάει, ρημάζεται, λυγίζει και τι μηχανισμούς αμυντικούς θα βρει για να επουλώσει τα τραύματά της και να συμβιβαστεί με τη φαυλότητα της ανθρώπινης συνθήκης, τους περιορισμούς και τη ματαίωση των προσδοκιών.
Η αίσθηση που αφήνει το βιβλίο είναι γλυκόπικρη. Ο Μπαρνς έχει τρυφερότητα, κυνισμό και χιούμορ. Διδάσκει μέσα από την ιστορία του, χωρίς να το είναι αυτός ο σκοπός του. Η κάθε σελίδα έχει ένα απόσταγμα εμπειρίας και σοφίας. Γιατί αν ο καθένας από εμάς μοιραζόταν τη μοναδική ιστορία του, θα νιώθαμε λιγότερο μόνοι.




Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Πασκάλ Μπρυκνέρ- Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα

Είναι ένα άγριο βιβλίο, που σε ρουφάει ολοκληρωτικά, που νιώθεις να σφίγγεται το στομάχι σου, που περνάνε από πάνω σου όλα τα συναισθήματα διαβάζοντάς το. Σε βυθίζει τόσο πολύ που ή θα το αγαπήσεις και θα αναγνωρίσεις τους συμβολισμους και τις αλληγορίες του, είτε θα το πετάξεις και δε θα θες να το ξαναδεις μπροστά σου γιατί σε φέρνει σε επαφή με θέματα που αποφεύγεις να αγγίξεις.

Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τον έρωτα, το πάθος, τη θεική δύναμη που μας συνεπαίρνει, μας μεταμορφώνει, μας εξουσίαζει, μας εξυψώνει στα ουράνια, σε ένα παραδείσιο σκηνικό, εκεί όπου πάντα διψάει να επιστρέψει ο άνθρωπος, σε μια κατάσταση μέθης, λαγνείας, απόλυτης ένωσης σαρκικής και πνευματικής. Ο άλλος που εξυψώνεται σε ανώτερο ον, που σε σαγηνεύει και γίνεται αυτόματα όλος σου ο κόσμος, όλα γυρνάνε γύρω από το αντικείμενο του πόθου σου, εξαλείφεται ο εαυτός σου, η αξιοπρέπεια σου, σε κυριεύει ο θεός Έρωτας που ανακαλύφθηκε πριν καν υπάρξει ο άνθρωπος με σκοπό να φέρει στα όντα την έλξη ώστε να αναπαραχθούν.  Που κάνεις όνειρα ότι αυτή η φορά δε θα μοιάζει με τις προηγούμενες φορές, δε θα χαλάσει η χημεία, δε θα επέλθει η ανία  και για να γίνουν όλα αυτά εφευρίσκουν οι ερωτευμένοι τρόπους αντίστασης στη φθορα. Η ερωτική σχέση είναι μια σχέση εξουσίας- όπως άλλωστε και όλες οι κοινωνικές σχέσεις- στην οποία οι ρόλοι εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, θύτη και θύματος εναλλάσσονται και η συνδιαλλαγή ανάμεσα στο ζευγάρι παίρνει διάφορες μορφές, από την πιο αγνή ως την πιο βασανιστική και καταστροφική. Και στη συνέχεια, μιλάει για την πτώση που υφίσταται ο άνθρωπος όταν το πάθος εκπνεύσει, όταν ο έρωτας τελειώσει, όταν αυτά που λάτρεψες χάνουν την ομορφιά τους στα δικά σου μάτια και όταν πλέον είσαι καταδικασμένος να ζεις σε μια ρουτίνα, σε μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα που ο άλλος δεν είναι όπως παλιά, δε σε φροντίζει, δε σε επιθυμεί, δε σε θέλει, σε διαλύει, σε καταστρέφει. Και εκεί βυθίζεσαι στην απόγνωση, στην απελπισία, τρως τις σάρκες σου, καταστρέφεις και καταστρέφεσαι, εκδικείσαι τον άλλο, του επιτίθεσαι, του προκαλείς πόνο, εκδικείσαι τον εαυτό σου.

Το βιβλίο έχει άγριες σκηνές σεξ, όχι για πορνογραφικούς και ηδονοβλεπτικούς λόγους, αλλά για να εξάρει την απελπισμένη και καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια του ανθρώπου να διατηρήσει άσβεστο το πάθος στη σχέση του. Ο Μπρυκνέρ φαίνεται να συμπονά τους ήρωές του. Τους εξυψώνει στα ουράνια και εκεί τους ειρωνεύεται γιατί ξέρει ότι ο έρωτας θα σβήσει. Τους καταβαραθρώνει επειδή προσπάθησαν να δώσουνε νόημα στη ζωή και διάρκεια σε ένα αίσθημα που είναι καταδικασμένο να πεθάνει- όπως άλλωστε και η ίδια η ζωή είναι δεδομένο ότι θα τελειώσει. Είναι ύβρις ανθρώπινη να ζητά κανείς τον έρωτα σε μεγάλη διάρκεια, γι αυτό και επέρχεται η νεμεσις. Οι ήρωες του Μπρυκνέρ τα θέλουν όλα από τη ζωή, τους λείπει η μετριοπάθεια, για εκείνους όλα είναι άσπρα ή μαύρα, δεν υπάρχει μέτρο, δεν υπάρχει ενδιάμεσο. Και γι αυτό, άσχετα με το αν ο αναγνώστης τους συμπαθήσει ή όχι, είναι ιδιαίτερα γοητευτικοί. Αλλά και εντέλει τραγικοί ήρωες παγιδευμένοι στη ματαιότητα της αγάπης και του έρωτα και απόλυτα μα απόλυτα μόνοι, μιας και η συντροφικότητα δεν είναι παρά μια χίμαιρα.

"Χωρίς τη σκοτεινή πλευρά δεν υπάρχει ερωτικό πάθος", υποστηρίζει ο Μπρυκνέρ.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Édouard Louis- Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ

Μια εξομολόγηση της δύσκολης εφηβείας του συγγραφέα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε μια γαλλική επαρχία είναι το "Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ". Πως είναι να μεγαλώνεις ομοφυλόφιλος και "διαφορετικός" σε μια οικογένεια πρωτόγονων, σε μια κοινωνία σκληρών.

Ο Εντύ Μπελγκέλ είναι ο πρωτότοκος των γονιών του- η μητέρα του είχε ήδη δυο παιδιά από την πρώτο της γάμο, ενώ ακολούθησαν άλλα δυο παιδιά. Ο πατέρας του ένας σκληρός άνθρωπος, αδέξιος, άξεστος, ρατσιστής, που μεγάλωσε δίπλα σε έναν πατέρα που τον έδερνε και την ίδια βία υιοθέτησε στη συμπεριφορά του γιατί ως γνωστόν η βία γεννάει βία και τη διαιωνίζει από γενιά σε γενιά. Η μητέρα του μια γυναίκα βασανισμένη, βιοπαλαίστρια, που φαίνεται να μην αποφάσισε ποτέ για τη μοίρα της, ζει μια πικραμένη καθημερινότητα, που την κρατάει ψυχικά απομακρυσμένη από τα παιδιά της αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο αδερφός του επίσης βίαιος και μέθυσος, χτυπούσε τις κοπέλες του. Οι συμμαθητές του Εντύ τον έφτυναν και τον χτυπούσαν για τους γυναικωτούς του τρόπους. Ο Εντύ κατάφερε να γλιτώσει από όλο αυτό, λόγω των πνευματικών αναζητήσεών του, της αγάπης του για το θέατρο και της διαφορετικότητας της "φτιαξιάς" του.

Αυτό που περιγράφεται στο βιβλίο είναι ένα γνώριμο σκηνικό και θίγει πολλά θέματα. Το bullying που υφίσταται ο καθένας, όταν είναι διαφορετικός και πως αυτό όταν το βιώσεις στην εφηβεία σε στιγματίζει για μια ζωή και θέλει πολύ προσωπικό αγώνα για να το αποτινάξεις από πάνω σου. Το πως η βιοπάλη - όταν το να έχεις φαί για τα παιδιά σου δεν είναι δεδομένο, σε αποκτηνώνει, σε απελπίζει  και σε κάνει να ξεσπάς και να γίνεσαι βίαιος. Και πως αυτό θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας. Γιατί καμιά φορά τα θεωρούμε όλα δεδομένα και βλέπουμε τον κόσμο αφ υψηλού. Τα συναισθήματα ενός εφήβου. Με συγκλόνισε η απελπισμένη προσπάθειά του να "χωρέσει" στο  κουστούμι που έχει ράψει η κοινωνία για τους άντρες. (Μου θύμισε τον εαυτό μου και το πόσο είχα πονέσει στην εφηβεία, και το πόσο προσπαθούσα να γίνω κάτι άλλο επειδή με κορόιδευαν που "έκλαιγα πολύ"!)

"Σήμερα θα γίνω σκληρός. Και κλαίω καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, κλαίω γιατί βρίσκω αυτή τη φράση γελοία και αποκρουστική, αυτή τη φράση που με συνόδευε για πολλά χρόνια και υπήρξε κατά κάποιον τρόπο το  κέντρο της ύπαρξής μου".


Ο Εντύ είναι ένα πονεμένο παιδί. Μας εκθέτει τον ψυχισμό του, μιλώντας ανοιχτά για να ξορκίσει επιτέλους το παρελθόν. Έχει ανάγκη να το  κάνει, έχει ανάγκη να τον ακούσουμε και να τον καταλάβουμε. Έχει φύγει πια η ενοχή. Δεν ξέρω αν έχει φύγει ο θυμός και η πίκρα του για αυτά που έζησε. Δεν είμαι σίγουρη αν συγχώρεσε τους γονείς και τους γύρω του. Το σίγουρο είναι ότι δε θα επιτρέψει ξανά να τον πληγώσουν. 

Προς το τέλος το βιβλίο, για μένα, έκανε μια κοιλιά. Επίσης ο επίλογος δε μου άρεσε, μου φάνηκε προχειροδουλειά. Ίσως ήθελα να μου θυμίσει λίγο περισσότερο μυθοπλασία παρά καθαρή εξομολόγηση, όσο ωραία κι αν αφηγείται ο συγγραφέας. 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Juan Marsé- Σεργιάνι στο Γκιναρντό

Βρισκόμαστε στην Ισπανία, το Μάιο του 1945, την ημέρα της επίσημης λήξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με όλα τα αστυνομικά σώματα σε επιφυλακή- μην τυχόν και κάποιος τολμήσει να "γιορτάσει" το γεγονός. Ένας μεσήλικας αστυνομικός, που σιγά σιγά αποσύρεται από την καριέρα του, πρέπει να συνοδεύσει την 14χρονη Ροζίτα στο νεκροτομείο, για να αναγνωρίσει το πτώμα ενός άντρα, που φαίνεται να την βίασε δυο χρόνια πριν. Η Ροσίτα ζει σε ορφανοτροφείο που διευθύνει η κουνιάδα του αστυνομικού, καθαρίζει σπίτια αλλά και τριγυρνάει από σπίτι σε σπίτι με την εικόνα της Παναγιάς πάντα πάνω της για μικροθελήματα. 

Μέσα από αυτή την κεντρική ιστορία, ο Μαρσέ μας σεργιανίζει στη μεταπολεμική Βαρκελώνη, που είναι σκληρή, ασπρόμαυρη, βασανισμένη, αποκτηνωμένη, θλιμμένη, κατεστραμμένη. Η εγκληματικότητα βρίσκεται σε έξαρση, η φτώχεια σοκάρει. Επαίτες, λαθρέμποροι, απατεώνες, ανάπηροι, άνθρωποι απελπισμένοι σε δρόμους βρώμικους από νεκρά και ζωντανά περιττώματα. Βλέπουμε την έφηβη Ροσίτα να περιφέρεται από σπίτι σε σπίτι με αγωνία, υποκύπτοντας σε ποικίλες εξυπηρετήσεις και στο όνομα της θρησκείας να αποσπά χρηματικά ποσά για να τα χορηγήσει στον "ξάδερφό" της. Όλο το βιβλίο είναι σαν ένας κινηματογραφικός φακός- είναι γεμάτο εικόνες, μιας ζωντανής- νεκρής πρωτεύουσας βουτηγμένης στη σήψη  και την παράνοια. 

Η Ροσίτα, μια ηρωίδα που ποτέ δε θα ξεχάσω, είναι η θλιμμένη Παναγία, που κουβαλάει πάνω της τη θρησκεία που της φόρτωσαν οι πιστοί αμαρτωλοί με σκοπό να πλουτήσουν. Είναι ένα κορίτσι που δεν το αγαπάει κανείς. Ένα υποχείριο στα χέρια του βιαστή της δυο χρόνια πριν και στα χέρια του ξαδέρφου- προστάτη της τώρα, δε θέλει να αντικρύσει το πτώμα του φερόμενου ως βιαστή της για να μην της ξυπνήσουν μνήμες αλλοτινές του παρελθόντος. (Και γιατί να το αντικρύσει; Πόσο θύμωσα με αυτή την "υποχρέωση"!) Ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, που είναι ήδη τόσο σπαταλημένο, τόσο κακομεταχειρισμένο αλλά που στην εφηβική της ψυχή βλέπουμε την καλά κρυμμένη ελπίδα της ότι μια μέρα θα δραπετεύσει από όλα αυτά. 

Ο αστυνόμος είναι ένας θλιμμένος, παρατημένος άνθρωπος, ρημαγμένος από τα βιώματά του που σαν εφιάλτες έχουν στοιχειώσει τη σκέψη του. Δεν ελπίζει σε τίποτα, δεν περιμένει τίποτα, μόνο το θάνατο να τον λυτρώσει. 

Είναι κάποια βιβλία που σου γρατζουνάνε τόσο την ψυχή, που δεν τα ξεχνάς ποτέ. Είναι ένα σφίξιμο στο στομάχι, μια τοιχογραφία της εποχής, μια καταγγελία του αδυσώπητου φρανκικού καθεστώτος και του πολέμου που αφάνισε την ανθρωπιά, την ελπίδα, την αξιοπρέπεια, τη ζωή. Και πόσο ένιωσα να ευγνωμωνώ το συγγραφέα για αυτό το σεργιάνι  σ αυτόν τον σκοτεινό και πονεμένο κόσμο.

"Η λογοτεχνία είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη ζωή".

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Γιώργος Μητάς- Ιστορίες του Χαλ

Τρεις ιστορίες μοναχικών ανθρώπων, που ζουν στο λιμάνι του Χαλ, στην Αγγλία, τόπο που φαίνεται ότι ο συγγραφέας γνωρίζει καλά, από τα φοιτιτικά του χρόνια. Κοινός παρονομαστής και στις 3 ιστορίες είναι η  μοναχικότητα των ηρώων.

Στην πρώτη ιστορία, και αγαπημένη μου, μια ηλικιωμένη ταξιθέτρια στη φοιτιτική κινηματογραφική λέσχη της πόλης, που ζει μόνη της, χωρίς ούτε έναν φίλο και  που νιώθει καθημερινά ότι οι σωματικές της δυνάμεις σιγά σιγά την εγκαταλείπουν, βρίσκει χαρά στο πρόσωπο ενός ξένου θαμώνα του κινηματογράφου και τολμάει να τον καλέσει σπίτι της για τσάι. 
Στη δεύτερη ιστορία, ένας Έλληνας φοιτητής γνωρίζει έναν Σκωτσέζο τυφλό πρωτοετή και γίνονται φίλοι.
Στην τρίτη ιστορία, ο Αζίζ, τούρκος φοιτητής, συγκατοικεί με έναν καλοκάγαθο γίγαντα, αινιγματικό που φαίνεται να διατηρεί μυστικά.

Οι τρεις ιστορίες είναι σφιχτοδεμένες, καλοδουλεμένες, σε ωραία γλώσσα, έχουν μέτρο, ούτε περισσεύει, ούτε λείπει λέξη. Οι ήρωες είναι βαθειά μοναχικοί και εσωτερικοί, που διψάνε όμως για επαφή και αποφασίζουν να σπάσουν το περίβλημα της μοναξιάς τους. Η γραφή του συγγραφέα σε τρίτο πρόσωπο ως παντογνώστη αφηγητή, είναι ταυτόχρονα και αποστασιοποιημένη αλλά και άκρως διεισδυτική. 

Πέρασα όμορφα διαβάζοντας τις ιστορίες του και θέλησα να ξαναδιαβάσω "Το Σπίτι".
Μου άρεσε πολύ και το εξώφυλλο- έργο του ίδιου του συγγραφέα.
Με ενόχλησε λίγο το πολυτονικό- δεν πολύκαταλαβαίνω τη χρησιμότητά του στα σύγχρονα έργα.



Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Květa Legátová - Έρωτας στα δάση της Μοραβίας

Είχα καιρό να διαβάσω: α) έργο γυναίκας συγγραφέα, β) έργο του οποίου η κεντρική ηρωίδα είναι επίσης γυναίκα, γ) μια ιστορία αγάπης. Διαβάζοντας το βιβλίο, συνειδητοποίησα πόσο μου είχανε λείψει όλα αυτά- απόλαυσα τη λυρικότητα και την τρυφεράδα της αφήγησης αλλά και το ψυχογράφημα της ηρωίδας- που περνάει από όλα τα συναισθήματα, τα οποία βιώνει έντονα και απόλυτα. 

Η ηρωίδα, η Ελίσκα, νέα και μάχιμη γιατρός βρίσκεται κατά τη διάρκεια του Β παγκόσμιου πολέμου στην κατεχόμενη Πράγα. Έχει σχέση με τον Ρίχαρντ, παντρεμένο συνάδελφό της και αναπτύσσει αντιστασιακή δράση. Όταν κάποια μέλη της αντίστασης συλλαμβάνονται από τους άντρες της Γκεστάπο, εκείνη αλλάζει ταυτότητα και φυγαδεύεται στο Ζελάρι, ένα χωριό στα σύνορα Τσεχίας- Σλοβακίας. Εκεί, αναγκάζεται να παντρευτεί τον Γιόσα, έναν αγαθό βιοπαλαιστή που τυχαίνει να ήταν ασθενής της στο νοσοκομείο, και τον οποίο αποκαλούν τον "βλάκα του χωριού". 

"Πάντα νόμιζα πως αγαπώ τη μοναξιά. Επειδή μου έλειπε συνεχώς. Κατόπιν επειδή διαμέσου της άνοιγα το θησαυροφυλάκιο του έρωτά μου".

Αρχικά, η Ελίσκα κλονίζεται- τρομάζει μπροστά στη νέα πραγματικότητα που ανοίγεται μπροστά της, αφήνει πίσω την καριέρα της, τους στόχους της, τη ζωή της για να μείνει σε ένα απομονωμένο χωριό, ξεκομμένο από τον πολιτισμό, στο οποίο η θέση της γυναίκας είναι υποβαθμισμένη και όπου oι ντόπιοι πιστεύουν σε δεισιδαιμονίες, οι  καθημερινές τους συνήθειες και τα έθιμα είναι μιας άλλης εποχής και κυριαρχεί η απατεωνιά και η βίαιη συμπεριφορά. Οι κάτοικοί του χωριού είναι θλιμμένοι - άνθρωποι που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους και δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν. Όλα αυτά τρομάζουν τη δυναμική και μορφωμένη Ελίσκα και την κάνουν να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική με τον Γιόσα, να φοβάται ότι θα επιδιώξει την υποδούλωσή της και θα της στερήσει κάθε ελευθερία, πνίγοντας την ταυτότητά της.

"Ο Γιόζα ήταν τρυφερός με τον πιο απλό τρόπο. Ήταν τρυφερός από τα γεννοφάσκια του. Αργότερα χαρακτήρισα αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του "μητρική βούλα". Ύστερα την ονόμασα "το σύνδρομο να μην προκαλείς πόνο".

Ωστόσο, βλέπουμε πως σταδιακά μετασχηματίζεται η επιφυλακτικότητα και η αποστροφή σε αγάπη. Αγάπη για έναν άντρα που δε ζήτησε τίποτα από εκείνη, που δεν εκβίασε κανένα της συναίσθημα, που τη σεβάστηκε, που την άφησε ελεύθερη- μια ελευθερία που ίσως δεν είχε ποτέ της αισθανθεί, και που της έδωσε τρυφερότητα- αυτή την τρυφερότητα τη γνήσια, την αυθόρμητη, που έσπασε τις άμυνές της και την έκανε να δει βαθειά μέσα σ αυτόν τον άνθρωπο και εντέλει να τον ερωτευτεί.
Ο Γιόσα με την απλότητά του, με τη σκληρή εργασία του, με την επαφή του με τη φύση, της φανερώνει έναν καινούργιο κόσμο που δε γνώριζε- άλλωστε αυτό δεν ερωτεύεται μια γυναίκα? Να γίνει μαθήτρια του άντρα που τη γοητεύει? 
Ένας έρωτας που γεννιέται για να ξεγελάσει τη φρικαλεότητα της εποχής, σαν τα παραμύθια που αφηγείται ο Γιόσα στην Ελίσκα, ξορκίζοντας το κακό που έχει ξεσπάσει σ όλη την Ευρώπη. Ένας έρωτας που δείχνει ότι ο άνθρωπος πάντα -- και μακάρι!-- να αναζητά την ομορφιά, να φτιάχνει στιγμές ευτυχίας, όσο κι αν οι συνθήκες είναι φρικτές, όσο κι αν ο παραλογισμός του πολέμου κυριαρχεί. 

"Ο κόσμος της ανθρώπινης ψυχής, με τους δύο αντίθετους πόλους της, στροβιλιζόταν εδώ όπως η ρόδα του νερόμυλου.
- Γιατί να υπάρχει τόση κακία ανάμεσα στους ανθρώπους;, αναστέναξα.
Δεν ήταν ερώτηση.
Η Λούτσκα όμως μου απάντησε.
- Διότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν να ζουν.
Εγώ άραγε ξέρω να ζω;"

Η αφήγηση της Λεγκάτοβα είναι εξαιρετική, με έντονο συναίσθημα. Ξεχωρίζουν δε και οι τόσο λυρικές περιγραφές της. Σε βάζει μέσα στην ηρωίδα, περπατάς μαζί της, νιώθεις την αγωνία της, τους παλμούς της, τις ματαιώσεις, τους πανικούς της, τα οράματά της, τις άμυνές της αλλά και το πως αφήνεται, πως ερωτεύεται, πως συγκλονίζεται το είναι της μπροστά στο θαύμα της αγάπης που της αποκαλύπτεται, όταν δεν το περιμένει και φυσικά τον πόνο, και την απελπισία της μπροστά στην απώλεια. 


Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Χρίστος Κυθρεώτης- Εκεί που ζούμε

«Δεν είναι μόνο τη στιγμή του θανάτου μας – σχεδόν κάθε στιγμή όλη η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια μας, αφού μάλλον δεν υπάρχει ούτε μια μέρα στη διάρκεια της οποίας να μη σκεφτόμαστε, έστω στιγμιαία, όλα τα πράγματα που έχουμε κάνει ή όλους τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει – όσους έχουν χαθεί για πάντα και όσους με κάποιον τρόπο μπλέκονται ακόμα στα πόδια μας».

Το παραπάνω απόσπασμα είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό του βιβλίου, καθώς στο μυθιστόρημα του Κυθρεώτη ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον εσωτερικό  μονόλογο του Αντώνη Σπετσιώτη, ενός άντρα δικηγόρου κοντά στα 40, στην Ελλάδα της κρίσης και παρακολουθουμε μια μέρα από τη ζωή του και τα γεγονοτα που λαμβάνουν χώρα σ αυτή.

 Είναι ένα εξαιρετικό, βαθύ, διεισδυτικό βιβλίο, που μέσα στην απλότητα της πλοκής, κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος: οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι μνήμες του Αντώνη, που οι γονείς του είναι χωρισμένοι και, με τους οποίους κρατάει μάλλον τυπικές σχέσεις και πολλά ανείπωτα λόγια μέσα του, με μια αδερφή που και πάλι κρατάει μια απόσταση, δυο σχέσεις ερωτικές στο ενεργητικό του και ένα παρόν αβέβαιο, που μπλέκεται με το παρελθόν, τις επιλογές του, το μέλλον.


Όλα ξεκινάνε το ξημέρωμα της 20ης Ιουνίου 2014 για να τελειώσουν το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας- του θερινού ηλιοστασίου. Ο Αντώνης έχει μια μέρα γεμάτη υποχρεώσεις: να βοηθήσει τον πατέρα του στη μεταφορά ενός γεωτρυπάνου, να συναντήσει την πρώην κοπέλα του, νυν παντρεμένη με παιδί που έχει αποφασίσει να χωρίσει, να παραστεί σε μια δίκη για την υπεράσπιση μιας μεσήλικης γυναίκας που έπεσε θύμα παραπλάνησης ενός ινστιτούτου αδυνατίσματος και στο τέλος της μέρας να παραστεί σε ένα πάρτυ μιας άλλης πρώην κοπέλας του σε ένα μπαρ στο κέντρο της Αθήνας.


Ο Αντώνης είναι ένας έξυπνος και πολυδιάστατος άνθρωπος της γενιάς μας, παγιδευμένος σε μια δουλειά που έχει δυσκολίες αλλά που ταυτόχρονα του έχει δώσει τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με πολλούς ανθρώπους και τελικά να διευρύνει την ενσυναίσθησή του. Μοιάζει ολίγον χαμένος και παρατηρητής της ζωής του. Ανήκει στους ανθρώπους που περνάνε απαρατήρητοι, που οι άλλοι πιστεύουν πως τα γεγονότα δεν τους αγγίζουν και πολύ αλλά που έχει μια τρομερά καθαρή ματιά και διευσδύει βαθειά μέσα σε όποιον άνθρωπο σχετίζεται- δε μένει στο περιτύλιγμα, γνωρίζει ποιος είναι ποιος, αγαπάει και νοιάζεται αληθινά αλλά κρατάει και τις αποστάσεις του. 

"Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε όλοι μας τελικά είναι η δυσκολία να πούμε τελικά την ιστορία, όσο ηλίθιους, έξυπνους, κακούς, βαρετούς ή αστείους μας κάνει να φαινόμαστε ...  Όταν βλέπω στο δρόμο κάποιον τύπο με κουρελιασμένα ρούχα, καθισμένο σταυροπόδι σε ένα αυτοσχέδιο κατάλυμα από κουβέρτες και χαρτόνια, να καπνίζει και να κοιτάζει το κενό, πέρα από όλες τις προφανείς εξηγήσεις, αυτό που βασικά βλέπω είναι ότι απέτυχε να πει την ιστορία."

Οι ήχοι και οι εικόνες της Ελλάδας της κρίσης πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα. Αυτό όμως που το ξεχωρίζει, είναι η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα, η αλήθεια, η καθαρότητα και το βάθος. Ο Αντώνης ψάχνει να βρει τον εαυτό του και ακούει τη φωνή του, άλλοτε διαστακτική, άλλοτε ξεκάθαρη, άλλοτε ψιθυριστή και άλλοτε βροντερή. Η αφήγηση του Κυθρεώτη είναι ρέουσα, ο ρυθμός δε χάνεται ούτε στιγμή.

"Δεν πιστεύω πως υπάρχει έρωτας με την πρώτη ματιά, εκτός κι αν με αυτό εννοούμε ότι ερωτευόμαστε τα πράγματα που βλέπουμε για πρώτη φορά, ερωτευόμαστε δηλαδή τα ενδεχόμενα που περικλείουν, άσχετα με το αν το συνειδητοποιούμε ή όχι- υπάρχουν ωστόσο κάποιες φορές που συναντάμε κάποιον και μια έκλαμψη διορατικότητας μας αποκαλύπτει ένα μεγάλο κομμάτι του μέλλοντος, όλων όσα πρόκειται να συμβούν, και η εικόνα αυτή είναι τόσο ζωντανή ώστε αποφασίζουμε να τη μετατρέψουμε σε πραγματικότητα και να παίξουμε λίγο μαζί της."

Πότε ωριμάζουμε- αν ωριμάζουμε, πότε είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε για τη ζωή μας, πόσο μετέωροι νιώθουμε σε κάθε βήμα μας, πως θα μάθουμε να παίζουμε σωστά την παρτίδα ώστε να μπορούμε με βεβαιότητα να προβλέψουμε τη σκακιέρα μετά την κίνηση μας, πως ματαιωνόμαστε, πως σχετιζόμαστε, ποιος κινεί τα νήματα, τί είναι ο χρόνος, πως μπλεκόμαστε στα πλοκάμια του και τελικά η ζωή τί είναι- μια δίνη που μας ρουφάει μέσα της, που διαρκώς μας ματαιώνει, που άλλα ονειρευόμασταν και άλλα τελικά μας φέρνει, που τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωή μας τις παίρνουμε σε νεαρή ηλικία προσδοκώντας ότι κοντά στη μέση ηλικία θα έχουμε πετύχει πράγματα- και τελικά όταν έρχεται η ώρα ίσως έχουμε μια συγκεχυμένη αίσθηση- πετύχαμε ή αποτύχαμε;

Tί σχέση έχουμε με τους γονείς μας, πως επικοινωνούμε, τί μπορούμε και τί δεν μπορούμε να τους πούμε, πόσο τους αφήνουμε να μας επηρεάσουν και πόσο ασυνείδητα μας καθορίζουν, τί άμυνες βάζουμε απέναντί τους προκειμένου να ζήσουμε τη δική μας ζωή.

Πως σχετιζόμαστε με τους γύρω μας, ερωτευόμαστε και αλλάζουμε- όχι από διάθεση παραπλάνης, αλλά από αυθόρμητη επιθυμία να αρέσουμε στον άλλο περισσότερο. Και μετά ξε-ερωτευόμαστε. Και τότε πού είμαστε? Που είναι ο εαυτός μας? Τί γίνεται ο άλλος? Αυτά που μοιράστηκες είναι εκεί? Ή πεθαίνουν και πρέπει να τα θάψεις και να φύγεις? Και πόσες απώλειες μπορείς να αντέξεις στη ζωή σου? Πόσες σχέσεις? Πόσα νέα ξεκινήματα και πόσα "αυτή τη φορά δε θα κάνω το ίδιο λάθος"?
Επικοινωνία υπάρχει? Λέμε αλήθειες? Πόσο σπάνια? Και τί λεμε? Αυτό που αντέχει ο άλλος, αυτό που αντέχουμε εμείς, που αποφεύγουμε να δούμε τί αισθανόμαστε και να το εκφράσουμε.

Κοιτάς πίσω και νομίζεις ότι άφησες έναν ανόητο και ανώριμο εαυτό- αλλά στην πραγματικότητα αυτό που ήσουνα το φέρεις μαζί σου την κάθε στιγμή.
Πόσο έτοιμοι είμαστε για αποφάσεις- όταν δεν ξέρουμε όλο το φάσμα, πως να προβλέψεις τί αγαπάς, τί σου ταιριάζει και αν μπορείς να το αντέξεις να σε εκφράζει για χρόνια.



Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία, βιβλία που με έχουν ταξιδέψει κι άλλα που με έχουνε απογοητεύσει. Ωστόσο γι αυτό το βιβλίο ένιωσα μέσα μου τη δική μου φωνή να λέει "Αν καταφέρω και γράψω ποτέ κάτι ολοκληρωμένο, θα ήθελα να είναι σαν αυτό".