Ο Στέφαν Τσβάιχ είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς. Με συγκινεί βαθιά η ιστορία του, η γραφή του, η ψυχή του που αισθάνομαι να ξεδιπλώνεται σε κάθε του έργο και μέσα από τα πρόσωπά τους. Οι ήρωες του Τσβάιχ είναι μελαγχολικοί άνθρωποι, που δεν χωράνε στον εαυτό τους, που βασανίζονται από θέματα υπαρξιακά και μεταφυσικά, βαθιά μόνοι και απροσπέλαστοι, μέσα στην κοινωνία αλλά και έξω από αυτή, σαν θλιμμένοι παρατηρητές μιας ζωής που περνάει, που τους ξαφνιάζει, που τους συγκλονίζει ως τα τρίσβαθα της ψυχή τους. Με ευαισθησίες μεγάλες, με εσωτερικές πιέσεις αφόρητες, δε βρίσκουν ποτέ την ευτυχία, κουβαλάνε ως το τέλος της ζωής τους το σταυρό της διαφορετικότητάς τους και πληρώνουν το τίμημα. Πως θα μπορούσαν άλλωστε να είναι, όταν όλα του τα έργα είναι τοποθετημένα στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και οι ήρωές του καλούνται να επιβιώσουν σ έναν κόσμο που καταρρέει από το μίσος, το φόβο και την παραφροσύνη.
O Λούντβιχ είναι ένας νεαρός μηχανικός, φτωχός και περήφανος. Με μεγάλη δυσκολία δέχεται να προσφέρει τις υπηρεσίες του, μένοντας στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου εργοδότη του στη Φρανκφούρτη. Εκεί συναντά τη σύζυγο του αφεντικού του και ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια δυνατή έλξη, που δεν εκδηλώνεται ως τη στιγμή που ο Λούντβιχ αναγκάζεται να φύγει στο Μεξικό, ως επικεφαλής μιας επιχείρησης εξόρυξης πολύτιμων μεταλλευμάτων. Αντιμέτωποι με το χωρισμό, το πάθος τους θεριεύει και εκδηλώνεται. Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος θα τους κρατήσει μακριά και θα ξανασυναντηθούν εννέα χρόνια μετά, συνταξιδιώτες σ ένα βαγόνι τρένου, τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί.
"Δεν την τράβηξε εκείνος πάνω του, δεν τον τράβηξε εκείνη πάνω της, σαν να τους είχε παρασύρει κάποια θύελλα, ο ένας μαζί με τον άλλο, ο ένας μέσα στον άλλο, όρμησαν σε μια απύθμενη άβυσσο του ασυνειδήτου, και το να βυθίζονται εκεί μέσα ήταν κάτι σαν γλυκιά λιποθυμία που συγχρόνως τους έκαιγε- εκπυρσοκρότησαν συναισθήματα που συσσωρεύονταν για καιρό, με πυροκροτητή τον μαγνήτη της σύμπτωσης, μέσα σε μια και μοναδική στιγμή."
Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία, η οποία δίνει έμφαση στο βαθύ τραύμα που προκαλείται, όταν ο άνθρωπος δεν καταφέρνει να εκπληρώσει ένα ζωντανό και παλλόμενο συναίσθημα, το οποίο είναι καταδικασμένο να χαθεί. Η οδύνη που προκαλείται, ο πόνος, η προσπάθεια των ερωτευμένων να κρατήσουν ζωντανή την ανάμνηση του για να είναι έτοιμοι τη μέρα που θα ξανασυναντηθούν καθώς δεν μπορεί, δε γίνεται να μην έρθει αυτή η μέρα, όταν όλο τους το είναι διακατέχεται από ένα συναίσθημα τόσο ορμητικό και απόλυτο, σαν να τους έκλεισε το μάτι η ζωή και να τους καλωσόρισε σ έναν επίγειο Παράδεισο, που όμως δεν κατάφεραν εντέλει ποτέ να κατοικήσουν. Πως ο άνθρωπος ονειρεύεται ξύπνιος- πως βρίσκει καταφύγιο στη σκέψη του για να ζωντανέψει στο σώμα του την αίσθηση του άλλου. Και η τραγικότητα στη συνάντησή τους εννέα χρόνια μετά, όταν πια δεν είναι ίδιοι, είναι σκιές του εαυτού τους, όταν η Γερμανία είναι ρημαγμένη και νεαροί με σβάστικες παρελαύνουν, όταν και οι ίδιοι συντετριμμένοι συνειδητοποιούν πόσο έχουν αλλάξει- πως ένας πόλεμος αλλοιώνει, στραγγίζει, αφανίζει τον άνθρωπο.
"Δεν είναι στο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης να ζει μόνο με τις αναμνήσεις, και όπως τα φυτά και όπως κάθε δημιούργημα της φύσης χρειάζονται τη θρεπτική δύναμη της γης και φως από τον ουρανό ώστε τα χρώματά τους να μη ξεθωριάσουν και τα πέταλά τους να μη μαραθούν και πέσουν, έτσι ακόμα και τα όνειρα, ακόμα κι αυτά μοιάζουν υπερφυσικά, χρειάζονται μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφής από τις αισθήσεις, πρέπει να υποβοηθούνται τρυφερά και με εικόνες, διαφορετικά το σώμα τους αραιώνει και η λάμψη τους χάνεται."
Ο Τσβάιχ είναι ένας δεξιοτέχνης της αφήγησης, βουτάει στα τρίσβαθα της ψυχής, περιγράφει το συναίσθημα του έρωτα από την γέννηση ως τη συντριβή του με μια συναισθηματική ασυγκράτητη πληθωρικότητα, που σε συγκλονίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου