Το "Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό" είναι ένα βιβλίο που λόγω του βαρύγδουπου τίτλου του και του σκοτεινού του εξώφυλλου, δύσκολα θα μου τραβούσε την προσοχή σε ένα βιβλιοπωλείο. Οδηγήθηκα σ αυτό κατόπιν εξαιρετικών κριτικών, της Αθηνάς Δημητριάδου στη μετάφραση και φυσικά διαβάζοντας το θέμα του βιβλίου που με τράβηξε αμέσως.
Πρωταγωνίστρια στο βιβλίο είναι η Έλεν, διευθύντρια σ ένα σχολείο στην Ιρλανδία, μητέρα 2 αγοριών. Η Έλεν ζει αποξενωμένη απο την οικογένειά της, ο πατέρας της έχει πεθάνει και τα παιδιά της δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τη γιαγιά τους.
Ενώ η Έλεν ετοιμάζεται για διακοπές λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο του αδερφού της Ντέκλαν- τον οποίο επίσης έχει χρόνια να συναντήσει- και ενημερώνεται ότι ο Ντέκλαν είναι βαριά αρρωστος, οροθετικός , στο τελευταίο στάδιο και η επιθυμία του είναι να έρθει σε επαφή με τη μητέρα, την αδερφή και τη γιαγιά του.
Η Έλενα αφήνει τα παιδιά στον άντρα της να κάνουν τις διακοπές τους και σπεύδει να επισκεφτεί τη γενέθλια πόλη της. Πρώτα επισκέπτεται τη γιαγιά της και αργότερα τη μητέρα της. Τελικά στο σπίτι της γιαγιάς της, κατόπιν επιθυμίας του Ντέκλαν, καταλήγουν οι 3 γυναίκες, ο Ντέκλαν και οι 2 ομοφυλόφιλοι στενοί φίλοι του, ο Πολ και ο Λάρι. Η Έλεν είναι παντρεμένη με έναν άντρα που την αγαπάει αλλά που κρατάει σε απόσταση και μόνο όταν η συναισθηματική της φόρτιση έχει φτάσει στο απροχώρητο, σπάει και ζητάει τη βοήθεια του άντρα της να έρθει να την στηρίξει.
Οι τρεις γυναίκες μεταξύ τους διατηρούν μια ψυχρή σχέση φαινομενικά, με υπόστρωμα θυμού. Όταν αρρώστησε ο πατέρας της Έλεν και του Ντέκλαν, η μητέρα της τους άφησε στη γιαγιά τους και έφυγαν μαζί στο εξωτερικό για θεραπεία. Κανείς ποτέ δεν εξήγησε στα παιδιά πως έχουν τα πράγματα, πού είναι οι γονείς τους, πως είναι ο πατέρας τους, όλα έγιναν σιωπηλά. Δεν πρόλαβαν καν να τον αποχαιρετήσουν ή να του ευχηθούν καλή ανάρρωση. Ο θάνατος του πατέρα τους τους ανακοινώθηκε με την ίδια αποστασιοποίηση από κάθε είδους συναίσθημα- ωστόσο για μικρά παιδιά μιλάμε, το πως βίωσαν το πένθος εσωτερικά, χωρίς καν να έχουν το δικαίωμα να το εκφράσουν και να το ζήσουν, καθόρισε και τη σχέση με τον εαυτό τους και τη σχέση του καθενός με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας αλλά και τη μετέπειτα ζωή τους. Η σκηνή που η Έλεν ξαπλώνει στο κρεβάτι του νεκρού πια πατέρα της και φτιάχνει τη φιγούρα του με τα ρούχα, τα παπούτσια και εκείνο το φιλί που του δίνει είναι συγκλονιστική και ανατριχιάζω που τη σκέφτομαι.
"Και με όλα αυτά άρχισα να σκέφτομαι και τα δικά μου, γιατί δεν ένιωθα την ανάγκη να τα βρω με τη μητέρα μου ή με τη γιαγιά μου, ότι έπρεπε να πετάξω από μέσα μου τα κομμάτια του εαυτού μου που είχαν καταστραφεί και που είχα αφήσει να σαπίσουν. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ο μισός μου κόσμος κατέρρευσε αλλά εγώ δεν το πήρα είδηση. Ήταν λες και μου είχαν τινάξει το μισό μου πρόσωπο στον αέρα, εγώ όμως συνέχιζα να μιλάω και να χαμογελάω, με την ιδέα ότι δε μου είχε συμβεί εμένα αυτό ή ότι με τον καιρό θα επανερχόταν. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου και η γιαγιά μου με άφησαν μόνη μου".
Το θέμα της ομοφιλοφιλίας τίθεται με εξαιρετική ευαισθησία και τρυφερότητα. Με άγγιξε η πρωτοπρόσωπη εξομολόηγηση του ενός εκ των 2 φίλων του Ντέκλαν για τον πρώτο του έρωτα, την αληθινή αγάπη και στήριξη που του παρείχε όταν έχασε ξαφνικά τους 2 γονείς του και τελικά το γάμο τους- ένα δώρο στο σύντροφό του για να μη φοβάται την εγκατάλειψη του συντρόφου του.
"Όταν μεγαλώσαμε, αν ήταν να πάρουμε κάποια απόφαση, πως θα ξοδεύαμε, ας πούμε, το χαρτζιλίκι μας ή αν θα μελετούσαμε και δε θα βλέπαμε τηλεόραση, μας έβαζε να γράψουμε το πρόβλημα, μετά τα υπέρ και τα κατά και τέλος την απόφαση. Είχαμε πάντα στη διάθεσή μας χαρτάκια γι αυτή τη δουλειά και άρεσε πολύ στον πατέρα μου να του δείχνουμε πως είχαμε εργαστεί. Έτσι εκείνο το χειμώνα έγραψα " Είμαι γκέι. Αισθάνομαι για τα αγόρια της τάξης μου ότι αισθάνονται τα κορίτσια." Μετά το έκρυψα. Διάβασα ένα άρθρο στους Irish Times για ένα ζευγάρι, ο άντρας ήταν γκέι αλλά δεν το είχαν κουβεντιάσει ώσπου απέκτησαν 2 παιδιά. Θα προσπαθούσαν να συνεχίσουν μαζί, κατέληγε το άρθρο, αλλά η γυναίκα ήξερε ότι κατά βάθος ο άντρας της δεν την έκανε κέφι.
Κάπου κάπου ξετρύπωνα το χαρτάκι και έγραφα διάφορες επιλογές: Nα το αγνοήσω. Να προσπαθήσω να το βγάλω από το μυαλό μου. Ένα βράδυ έγραψα ότι πρέπει να προσπαθήσω να βρω έναν συνομήλικό μου, επίσης γκέι. Θυμάμαι ότι το υπογράμμισα με διπλή γραμμή, δεν ήταν βλέπεις από τις πιο δραστικές επιλογές.
Και πολύ σύντομα εμφανίστηκε αυτός ο κάποιος, ή έστω νόμιζα ότι εμφανίστηκε."
"Όταν μεγαλώσαμε, αν ήταν να πάρουμε κάποια απόφαση, πως θα ξοδεύαμε, ας πούμε, το χαρτζιλίκι μας ή αν θα μελετούσαμε και δε θα βλέπαμε τηλεόραση, μας έβαζε να γράψουμε το πρόβλημα, μετά τα υπέρ και τα κατά και τέλος την απόφαση. Είχαμε πάντα στη διάθεσή μας χαρτάκια γι αυτή τη δουλειά και άρεσε πολύ στον πατέρα μου να του δείχνουμε πως είχαμε εργαστεί. Έτσι εκείνο το χειμώνα έγραψα " Είμαι γκέι. Αισθάνομαι για τα αγόρια της τάξης μου ότι αισθάνονται τα κορίτσια." Μετά το έκρυψα. Διάβασα ένα άρθρο στους Irish Times για ένα ζευγάρι, ο άντρας ήταν γκέι αλλά δεν το είχαν κουβεντιάσει ώσπου απέκτησαν 2 παιδιά. Θα προσπαθούσαν να συνεχίσουν μαζί, κατέληγε το άρθρο, αλλά η γυναίκα ήξερε ότι κατά βάθος ο άντρας της δεν την έκανε κέφι.
Κάπου κάπου ξετρύπωνα το χαρτάκι και έγραφα διάφορες επιλογές: Nα το αγνοήσω. Να προσπαθήσω να το βγάλω από το μυαλό μου. Ένα βράδυ έγραψα ότι πρέπει να προσπαθήσω να βρω έναν συνομήλικό μου, επίσης γκέι. Θυμάμαι ότι το υπογράμμισα με διπλή γραμμή, δεν ήταν βλέπεις από τις πιο δραστικές επιλογές.
Και πολύ σύντομα εμφανίστηκε αυτός ο κάποιος, ή έστω νόμιζα ότι εμφανίστηκε."
Επίσης, πραγματικά απόλαυσα τους 3 φίλους, πόση αληθινή επαφή είχανε με τον εαυτό τους, πόσο απενοχοποιημένοι ήταν, πόσο δεμένοι μεταξύ τους- σε πλήρη αντίθεση με την οικογένεια της Έλεν, που μια ζωή όλα κρύβονταν κάτω από το χαλί και οι σιωπές, η αμηχανία, ο θυμός και τα ανείπωτα λόγια είχαν χτίσει τείχη ανάμεσά τους. Οι φίλοι του Ντέκλαν στην ουσία υποκαθιστούν την οικογένειά του, ξέρουν τα πάντα για εκείνον, τον αγαπάνε βαθειά και αληθινά και του ικανοποιούν οποιαδήποτε πρακτική του ανάγκη.
Η δράση στο βιβλίο εξελίσσεται πολύ αργά έως και αθόρυβα αλλά παρολ αυτά είναι ένα βιβλίο "ρουφηχτό" που σε παρασέρνει στην ανάγνωση του. Μέσα από τις σιωπές, τις υπόνοιες και την ατμόσφαιρα του βιβλίου καλλείται ο αναγνώστης να μαντέψει τα συναισθήματα των προσώπων, τις σχέσεις τους, το πως τους ενώνει ή τους χωρίζει ο θάνατος που έρχεται, να συμμεριστεί τον πόνο και τη δυσκολία τους αλλά και το πως ο καθένας με τον τρόπο του "σπάει" το οχυρό του και τελικά απλώνει ένα χέρι στον άλλο για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση, γιατί τελικά η αποδοχή και το "μαζί" μας κάνουν δυνατούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου