Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Συγχωρώ


Τί είναι ο έρωτας και αν ήταν έρωτας αυτό που ένιωσα για σένα έχω αναρωτηθεί μέρες και νύχτες, χαρούμενες και λυπημένες, μέρες που σε θυμάμαι κι άλλες που σε ξεχνάω, μιας και η μνήμη κρατάει μόνο τις καλές στιγμές, όπως τις στιγμές του έρωτά μας που για μήνες θυμάμαι το πρόσωπό μου να φοράει ένα χαμόγελο σπινθηροβόλο, το σώμα μου να σφύζει από ενέργεια, να ανατριχιάζει σε κάθε σου άγγιγμα, τα χέρια μου να σε αγκαλιάζουν άλλοτε απαλά κι άλλοτε παθιασμένα, να σου παραδίνομαι και να σου χαρίζω το πιο βαθύ κι ερωτικό μου εγώ, σαν δώρο, τους γύρω μου να μου λένε ότι δε με έχουνε δει ποτέ πιο ευτυχισμένη, και όλα αυτά για το συναίσθημα που σαν φωτιά απλωνότανε στα σωθικά μου που με έκανε να λατρεύω τα μάτια σου, τα χέρια σου, τον λαιμό σου, το στήθος σου, που με έκανε να θέλω να γνωρίσω τον κόσμο σου, να μαθαίνω πώς σκέφτεσαι, πώς αγαπάς, πώς εκφράζεσαι, πώς ζεις, πώς θυμώνεις, πώς ταίζεις τα γατούλια σου, πώς τονίζονται οι ρυτίδες στα μάτια σου όταν χαμογελάς, πώς ζαρώνει το μέτωπό σου όταν συνοφρυώνεσαι, πώς απλώνεις τα χέρια σου να με αγκαλιάσεις, πώς κοιμάσαι μπρούμυτα κι εγώ κάθε φορά να ξυπνώ πριν από σένα και για λεπτά ολόκληρα να σε κοιτώ και να ευχαριστώ το σύμπαν που μου προσφέρει τόση ευτυχία, και να σε μαθαίνω τόσο αργά κι αβίαστα κι ελεύθερα που να μου ξεκλειδώνει τις άμυνές μου μία μία και να κερδίζεις το μυαλό μου, κι εσύ να με αγκαλιάζεις όταν αγχώνομαι, να με ανεβάζεις όταν πέφτω, να με ξεμπερδεύεις όταν χάνομαι σε λαβυρίνθους σκέψεων, να με γνωρίζεις όπως κανείς ποτέ του δε με γνώρισε, να ξεχωρίζεις το εύθραυστο και αδύναμο πρόσωπό μου που φοράω όταν με κυριεύει ο φόβος από την πραγματική μου δυναμική που ποτέ δεν έπαψες να μου τονίζεις, να μου θυμώνεις όταν γίνομαι παράλογα παραπονιάρα, να με φωνάζεις με το υποκοριστικό μου, να με προτιμάς άβαφη κι αυτό να μου αρέσει γιατί την αλήθεια μου ήθελα να ερωτευτείς, να τρως τα φαγητά μου και να χαίρομαι που τα ευχαριστιέσαι, να καμαρώνω όταν παίρνεις πτυχίο, να ταξιδεύουμε παρέα και τα μάτια μας να χωράνε τις ίδιες εικόνες, τα μυαλά μας να αναπνέουν τις ίδιες θάλασσες, τα σώματά μας να γεύονται τους ίδιους ορίζοντες, και μετά από όλα αυτά θυμάμαι τον πόνο και τη θλίψη αφού σε έχασα κι αφού έπρεπε να σε ξεριζώσω από μέσα μου, και για το καλοκαίρι εκείνο που το πέρασα σε νησιά κι έκλαιγα από μέσα μου ώρες ολόκληρες, και ξαπλωμένη στην παραλία προσπαθούσα να κοιμηθώ για να μη μου στρίψει το μυαλό που σε σκεφτόταν, που πόναγε το σώμα μου, η ψυχή μου, που ένιωθα άδεια από συναίσθημα, που είχε νεκρώσει η φύση γύρω μου αφού είχα επιλέξει να περιβάλλομαι μόνο από το φάντασμά σου, που ένιωθα ένα μηδενικό και η απόρριψή σου να γίνεται σημαία μου, και κάπου εκεί για να μπορέσω να συνεχίσω και να μη σιχαθώ τον εαυτό μου, ξεκίνησα να ψάχνω νέους τρόπους να εκφράζομαι, (να μαθαίνω να συγχωρώ τον εαυτό μου για τα λάθη του, το έμαθα;, να μαθαίνω να συγχωρώ εσένα για τα λάθη σου, το μπόρεσα;), νέα τοπία να ερωτεύομαι, να έρχομαι πιο κοντά στους ανθρώπους, να τους απλώνω το χέρι και να αφήνω τα δάκρυα να κυλήσουν χωρίς ενοχές και να γίνομαι ολόκληρη πομπός και δέκτης αγάπης, να αποδέχομαι το θυμό μου και να τον κοιτάω κατάματα και να εξασθενεί, να κλείνω το μάτι στους φόβους μου και να τους αποδυναμώνω, να με αγκαλιάζω όταν έκλαιγα σαν μωρό παιδί, να λέω «φρόνιμα κορίτσι μου» όταν οι κρίσεις υστερίας καταπονούσαν το κορμί μου, να με αγαπάω όταν ξυπνώ μέσα στον ύπνο μου κλαίγοντας επειδή λίγο πριν σε ονειρεύτηκα και να θέλω ώρες να συνέλθω από τη θλίψη που με κυριεύει, και ναι αυτή την επίθεση του υποσυνειδήτου μου ακόμα τη θεωρώ από τις σκληρότερες δοκιμασίες, να με παρατηρώ όταν μετά μανίας προσπαθώ να βρω γωνία στο τάλιρο με τα ατελείωτα πως και γιατί που τελικά απάντηση δεν έχουν, να παρατηρώ τους ανθρώπους, να τους κατανοώ περισσότερο, να κοιτάω πιο βαθειά μέσα τους, να φεύγω από τον εγωκεντρισμό μου, να αποδέχομαι την αδυναμία της ψυχής μου μπροστά στην απώλεια, να αποκτώ αυτοέλεγχο, και κάπως έτσι οι σκέψεις μου να αλλάζουν ρότα, να παίρνουν φωτιά, να δίνουν έμπνευση στα χέρια μου, να γεννιούνται κείμενα σωρηδόν, και τα βιβλία, τα θέατρα, οι μουσικές να γίνονται βάλσαμο στην ψυχή μου,  και να συστήνομαι εκ νέου στον εαυτό μου, και να φτιάχνω τον κόσμο μου έτσι όπως μου αρέσει, και να γεννιέται ένα αστέρι μέσα στη σκοτεινιά του πόνου, και να μπορώ πλέον να νιώθω τυχερή για όλο το ταξίδι, και να έχω ένα λόγο να σε ευγνωμονώ γιατί χάρη στη φυγή σου αγάπησα το μέσα μου.  
 


 Σημείωση: Άσκηση έκφρασης σε μονοπερίοδο λόγο.

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Από έρωτα

Σου γράφω μπροστά στο παράθυρο με θέα τη θάλασσα.
Εκεί που σε συνάντησα όταν η αλμύρα νοστήμευε τη σάρκα σου.
Σε κοιτούσα κι είχες τα μάτια σου κλειστά.
Δεν ήξερα αν κοιμόσουν ή γαλήνευες.
Κοιτούσα τον ήλιο να φωτίζει τα σκοτεινά σου βλέφαρα και η λάμψη τους αντανακλούσε στα σωθικά μου.
Μπορούσα για ώρες να κάθομαι να σε κοιτώ.
Να ζωγραφίζω μέσα μου τη μορφή σου.
Άνοιξες τα μάτια σου και κοίταξες τα μάτια μου.
Κοίταξα κι εγώ τα δικά σου, τα άγγιξα, τα φίλησα.
Με δέκα μάτια, δέκα χέρια, δέκα στόματα.
Για λίγο ένιωσα να με ερωτεύεσαι και διαμελίστηκε το είναι  μου.
Έγινα ολόκληρη ένα πέπλο ονείρου να σε τυλίγει σε κάθε σου σιωπή.
Και σαν άλλη Οφηλία να θέλω να γνωρίσω την αγάπη σου.
Την κρυφή, τη σιωπηλή.
Από το κοχύλι που ακούω την καρδιά της θάλασσας, να ακούσω τον ήχο της δικής σου.
Από το σανδάλι σου που πάτησε δρόμους, να μάθω για τις εμπειρίες σου.
Από τη βέργα να αντικρύσω τις πληγές σου και από εκεί να βρω το δρόμο προς την αγνότητά σου.
Να σε γευτώ και να χαθώ στην αέναη κίνηση του χρόνου.
Και να τον ξεγελάσουμε κι οι δύο μπερδεύοντας τη στιγμή με το αιώνιο.
Να σε καλέσω να περάσεις από μέσα μου και να αφήσεις στο κορμί μου το σημάδι της ανάσας σου.
Κι εσύ να με κοιτάξεις και στο είδωλο των ματιών σου να χορέψει ο πόθος μου με την απόκοσμη γαλήνη του έρωτά σου.

Φόβοι

Υψώνεις τείχη κάθε που φοβάσαι και ονομάζεις προστασία την αδυναμία σου.
Ψάχνεις ευαισθησία στους ανθρώπους χωρίς να έχεις αγκαλιάσει τη δική σου.
Φεύγεις πάντα πριν το τέλος και προδικάζεις ένα δράμα από φόβο να αφεθείς.
Παριστάνεις τον παντογνώστη θεατή ενώ δεν είσαι παρά ένας ξερόλας δειλός περαστικός.
Δαμάζεις την αγάπη και γίνεσαι ένα τέρας που της επιτίθεται.
Κι εκείνη από φόβο σε εγκαταλείπει- για λίγο.
Τρως τις σάρκες σου γιατί δε δέχεσαι την αγνότητά σου.
Αμφισβητείς το αλάνθαστο του ενστίκτου σου και κατασπαράζεις την εκδήλωσή του.
Λες ότι πάσχεις από υπερευαισθησία ενώ στην πραγματικότητα πάσχεις από ειλικρίνεια.
Φοράς τη μάσκα ενός άλλου γιατί τρέμεις το δικό σου πρόσωπο.
Βουτάς την ψυχή στο μυαλό των άλλων και της επιτίθεσαι όταν συγχωρεί.
Γίνεσαι ολόκληρος το συναίσθημα που επέλεξες από το καλάθι της αβύσσου και δηλητηριάζεις τα συστατικά του πυρήνα σου.
Κατηγορείς φαντάσματα χωρίς να ακούσεις τις ενστάσεις μην τυχόν και δε σε απεχθάνονται τόσο όσο νομίζεις.
Προσπαθείς να δώσεις όνομα σε κάθετι λησμονώντας ότι η ζωή έχει σχέδια για σένα.
Αντιμάχεσαι τα θεμέλια του εαυτού σου κι εκείνα σε γκρεμοτσακίζουν.
Αν δεν ταπεινωθείς και δεν εκτιμήσεις το χάος σου, πώς περιμένεις να σωθείς;


Γιατί φοβάσαι τόσο;

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Για την έμπνευση

Όταν με επισκέπτεσαι, φοβάμαι. Σε καταλαβαίνω από την πρώτη στιγμή. Ταράζεις το σώμα μου, προκαλείς δυσφορία στην ψυχή μου, γεμίζεις με αμφιβολία τον νου μου. Δε με χωράει ο τόπος, δε με χωράει η ίδια η ζωή. Αλλού πατάω, αλλού βρίσκομαι. Με κυριεύεις ολόκληρη και με κάνεις στα μάτια μου να φαίνομαι μικρή, ασήμαντη, λεία σε όλα τα θηρία έτοιμα να με κατασπαράξουν. Πού είναι αυτά τα θηρία; Γύρω μου, μέσα μου, μπροστά μου, μου δείχνουν τα δόντια τους κι εγώ φοβάμαι, τρέμω, μαζεύομαι, το βάζω στα πόδια. Και τότε έρχεσαι εσύ και με αιχμαλωτίζεις για να με πάρεις από όλα τα θηρία και να με καταδικάσεις σε άλλη δοκιμασία που δεν ξέρω αν είναι καλύτερη ή χειρότερη. Είναι εκεί που τρώω η ίδια τις σάρκες μου, που ματώνω, που κλαίω με αναφιλητά, που χάνομαι, που ψάχνω τρόπο να επιζήσω, που δε μου φτάνει ο αέρας που αναπνέω, που ψάχνω μάταια έξοδο κινδύνου μήπως και μπορέσω να σωθώ. Κι εκεί με όσο θάρρος μου έχει απομείνει σε κοιτάζω στα μάτια. Γιατί ήρθες σε ρωτάω κι εσύ μου κλείνεις το μάτι και στέκεσαι εκεί, δεν με φοβάσαι, δεν φεύγεις, είσαι εκεί μέχρι να βρω τη δύναμη και να σε αντιμετωπίσω. Παθητικοεπιθετικά. Τη μια να νιώθω ότι σε αγαπάω γιατί με εσένα μπορεί να φαίνεται ενδιαφέρουσα έστω και η πιο μικρή στιγμή, την άλλη να σε μισώ γιατί με φέρνεις σε επαφή με τους φόβους μου. Μου ταράζεις την τόσο κοπιαστικά κατακτημένη γαλήνη, σαν να με κοροιδεύεις από μακριά ότι για ακόμα μια φορά επίπλαστη ήταν, της φαντασίας μου. Και κάπου εκεί κουράζομαι να τσακώνομαι μαζί σου και σε αφήνω να κάνεις ότι θέλεις. Κι εκεί, μόλις μαλακώνω, αποκτάς μια γλυκύτερη έκφραση. Βλέπω το χαμόγελό σου. Γιατί ποτέ δεν ένιωσα σιγουριά ότι θα είναι εκεί πάντα. Ναι είμαι και ανασφαλής, τι να κάνω, το ξέρεις αυτό τόσα χρόνια. Μου κρατάς το χέρι και παίρνει φωτιά ο καρπός μου. Κι εκεί αρχίζεις να με ταξιδεύεις σε μια άχρονη και αλλόκοτη αίσθηση. Η ψυχή σε πρώτο πλάνο να αραδιάζει ό,τι έχει μέσα της. Και το μυαλό μου να μετουσιώνει σε εικόνες το άγγιγμά σου, το φιλί σου. Μετά από λίγη ώρα, είναι η ώρα να φύγεις. Θα ξανάρθεις μου λες. Το ξέρω μέσα μου, κι ας μην το παραδέχομαι ποτέ. Σου χαμογελώ, χωρίς όμως στο φευγιό σου να δίνω τόση σημασία. Πιστεύω κι εγώ ότι είναι ώρα να φύγεις τώρα. Δε φοβάμαι. Θα τα ξαναπούμε.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Η σκιά

- Ποιά είσαι εσύ που δε με αφήνει να νιώσω αυτά που οδηγούν στην ευτυχία;
- Είμαι στην πλάτη σου δεμένη, με κουβαλάς. Άγνωστη δε σου είμαι. Εσύ ορίζεις το δρόμο μου.
- Ψέματα! Εγώ μέχρι που εμφανίστηκες μπροστά μου, πατούσα στο μονοπάτι της χαράς. Ακολουθούσα τα σημάδια και θα έφτανα, ναι είμαι σίγουρος ότι θα έφτανα στην ευτυχία.
- Αλήθεια σου λέω! Είμαι φτιαγμένη από το υλικό σου. Τα αρνητικά ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα σου για να σου εξασφαλίζω ουδέτερο φορτίο. Ανεβαίνω στην τραμπάλα μαζί σου. Αν φύγω, θα πέσεις και θα τσακιστείς. Μου χρωστάς την ισορροπία σου.
- Μου στερείς την ευτυχία. Μου έδωσαν σαφείς οδηγίες πως να τη βρω. Τις μελέτησα χρόνια ολόκληρα για να καταστρώσω ένα σχέδιο πορείας και να ξεκινήσω το ταξίδι μου. Ποιά είσαι εσύ που θα με βγάλεις από το πλάνο μου;
- Όχι πλάνο, πλάνη είναι! Μόνο μέσα σου θα βρεις την ευτυχία.
- Φύγε σου λέω άσε με!
- Κι ως τότε να θυμάσαι, γύρω από τον εαυτό σου θα γυρνάς.





Ασυνείδητα

- Όλα μου τα μαθες, μα ξέχασες δυο λέξεις μητέρα.
- Ποιές κόρη μου;
- Η πρώτη είναι ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Η σκέψη αγκυλώνεται κάθε φορά που η ψυχή τη σκέφτεται. Η φωνή με δυσκολία βγαίνει από τα χείλη κάθε που την προφέρουν. Παγωμένο κύμα που δέρνει το κορμί.
- Είναι η μοναξιά;
- Όχι μητέρα. Ευτυχής αυτός που στη σκιά της μοναξιάς του λάμπει.
- Είναι η αποτυχία;
- Σου είπα! Γένους αρσενικού!
- Είναι ο πόνος;
- Είναι ο θάνατος μητέρα.
- Μακριά από τέτοιες λέξεις! Εγώ θα είμαι για πάντα κοντά σου!
- Θάνατος είναι όταν κάποιος πει το όνομά σου για τελευταία φορά.
- Όχι παιδί μου. Ή όχι μόνο αυτό. Πραγματικά πεθαίνεις όταν το μυαλό σου χάσει την ηλιαχτίδα της ελπίδας του.
- Θάνατος έρχεται και όταν δε σε ακούς, όταν ακολουθείς χωρίς να ζητάς, όταν παίρνεις και δε δίνεις, όταν δίνεις και απαιτείς να σου δώσουν.
- Έχουμε γεμίσει νεκρούς τότε.
- Η ζωή γεννάει το θάνατο κι ο θάνατος τη ζωή.
- Φρουδικό αυτό! Το χα ξαναακούσει! Η επόμενη λέξη;
- Γένους θηλυκού αυτή τη φορά, πάλι ουσιαστικό. Ζηλευτή και ερωτεύσιμη. Την ποθούν πολλοί μα λίγοι την έχουν κατακτήσει. Και δε φτάνει μια προσπάθεια, θέλει συνεχή πολιορκία. Θα φας τα μούτρα σου, θα καταβροχθίσεις το εγώ σου, θα κοιταχτείς στον καθρέφτη σου, θα αγκαλιάσεις τη σκιά σου. Τότε ίσως την κάνεις δική σου. Αλλά αν σου δοθεί, γίνεσαι ολόκληρος.
- Η αγάπη;
- Η συγχώρεση μητέρα. Δε μου έμαθες να μπορώ να συγχωρώ.
- Ας το μάθουμε τώρα παιδί μου. Σύνθετη λέξη. Σύν + Χωρέω-ω.
- Που σημαίνει κάνω χώρο. Στην ψυχή μου. Να μη χωράει μόνο το εγώ μου. Να χωρέσει και το σφάλμα του. Να αγκαλιάσω και τον άλλο.