Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Julian Barnes- Η μοναδική ιστορία

Έχω αδυναμία στον Τζούλιαν Μπαρνς. Στην καθαρή, αληθινή, αισθαντική γραφή του. Έχω διαβάσει ότι έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά - εκτός από την ιστορία του κόσμου σε 10 1/2 κεφαλαία που είναι εξαντλημένο. Η μοναδική ιστορία είναι το αγαπημένο μου από τα βιβλία του, το χα διαβάσει ένα χρόνο πριν περίπου και τώρα το αναζήτησα ξανά, όπως γίνεται με οτιδήποτε αγαπημένο- είναι εκεί και έρχεται η στιγμή που προστρέχεις σ αυτό.

Δεν ξέρω γιατί επιλέγουμε βιβλία, τι μας κερδίζει, τι ανάγκη μας καλύπτει. Εμένα τα βιβλία ορίζουν τη ζωή μου. H κάθε περίοδος της ζωής μου χαρακτηρίζεται από αυτό που διαβάζω- γιατί ναι πάντα κάτι διαβάζω. Το βιβλίο είναι ο καλύτερος μου φίλος, είναι οι σκέψεις μου, οι σιωπές μου, ο χώρος μου, η μοναξιά μου, τα όνειρά μου.

"Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μόνο μια ιστορία να αφηγηθούμε. Δε θέλω να πω ότι μας συμβαίνει μονάχα ένα πράγμα όσο ζούμε: στο διάβα της ζωής μας συντελούνται αναρίθμητα γεγονότα τα οποία μετατρέπουμε σε αναρίθμητες ιστορίες. Όμως ένα μονάχα έχει σημασία, ένα μονάχα αξίζει πραγματικά να αφηγηθούμε. Και να ποιο είναι το δικό μου".

Ο Πολ είναι ένας δεκαεννιάχρονος Άγγλος μεγαλοαστός γνωρίζει τη 48χρονη Σούζαν, παντρεμένη και μητέρα δυο κοριτσιών, στο τένις κλαμπ που γράφτηκε μετά από υπόδειξη των γονιών του. Ερωτεύονται και γίνονται ζευγάρι υπό το βλέμμα των συντηρητικών γονιών του Πολ και του αδιάφορου, άξεστου και μέθυσου άντρα της Σούζαν. Όταν ο δεσμός τους γίνει αντιληπτός, τους διώχνουν από το τένις κλαμπ κι εκείνοι αποφασίζουν να φύγουν και να ζήσουν μαζί. Λίγο αργότερα επέρχεται η κατάρρευση της Σούζαν, ο αλκοολισμός, η αρρώστια, ο πόνος.

Το βιβλίο έχει τρία κεφαλάια. Το κεφάλαιο "Ενα" σε πρώτο πρόσωπο, το κεφάλαιο "Δύο" σε δεύτερο, το κεφάλαιο "Τρία" σε τρίτο. Τα τρία πρόσωπα της αφήγησης αισθάνομαι ότι συνδέονται με την ηλικία, τις ανάγκες, την ταυτότητα του πρωταγωνιστή. Κεφάλαιο Ένα: η νεότητα! Θέλω, αισθάνομαι, δρω. Παρορμητικότητα και αυθορμητισμός. Δε σκέφτομαι πολύ, θέλω να ζήσω, να νιώσω στο έπακρον, να πάω ενάντια στο συντηρητισμό των γονιών μου, να ξεφύγω από τα στερεότυπα. Είμαι ένας άγραφος πίνακας. Όσο πιο αντισυμβατικά πράγματα μου συμβαίνουν, τόσο πιο ξεχωριστός είμαι. Ονειρεύομαι, θα πετύχω. Ο έρωτας με συνεπαίρνει, με εξουσιάζει, θα αφεθώ σ αυτόν για να φτάσω στη θέωση. Κεφάλαιο Δύο: Μεγαλώνεις. Ωριμάζεις. Πλέον μπαίνουν στο παιχνίδι και οι δεύτερες σκέψεις. Αυτοαξιολογείσαι. Αναλύεσαι. Η φωνή μέσα σου όλο και δυναμώνει. Γνωρίζεις σιγά σιγά τη ματαίωση. Δεν πάνε όλα όπως τα σχεδίαζες. Ο έρωτας που βούτηξες αρχίζει και ματώνει. Ο έρωτας που αποθέωσες είναι τρωτός. Ο άνθρωπος που αγαπάς φθείρεται. Βλέπεις από πολύ κοντά τον ψυχικό κλονισμό, την παράνοια. Πολεμάς να την σώσεις. Αλλά κάπου κουράζεσαι, δειλιάζεις, δεν αντέχεις. Όσο και να την αγαπάς, οι αντοχές σου περιορίζονται, οι ανάγκες σου μπαίνουν μπροστά πρέπει να φροντίσεις και εσένα. Στο κεφάλαιο "Τρία", ο πρωταγωνιστής πληγωμένος, ρημαγμένος, έχοντας πονέσει και φθαρεί, βλέπει πλέον τη ζωή του από απόσταση. Αναμετράται με τον πόνο και τις μνήμες του. Οι άμυνες του δίνουν τη θέση του παρατηρητή, στοχάζεται πάνω στη ζωή, βλέποντας το τέλος της να πλησιάζει. Και απαντάει στο πιο καίριο ερώτημα του βιβλίου: "Τι είναι προτιμότερο, μια ζωή τρικυμιώδης με πλούσια ανταλλάγματα αλλά και στιγμές συντριβής, ή μια ζωή επικούρειας αταραξίας όπου απουσιάζει μαζί με την ηδονή κι ο πόνος; Δεν έχει να κάνει (μόνο) με τον έρωτα ή την αγάπη, έχει να κάνει με όλα εκείνα τα μικρά ή μεγάλα που μπορούν να σε κάνουν να τρέμεις. " Όχι δε χρειάζεται να νιώσει όλα τα συναισθήματα στο έπακρο ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος. Καλύτερα μια μέτριας έντασης συναισθημάτων ζωή, παρά η άνευ άμυνας βουτιά στον πόνο και στην οδύνη. Οι αντοχές δεν είναι ανεξάντλητες. Ο άνθρωπος δεν είναι κατασκευασμένος για να αντέχει τον έρωτα, τον πόνο, την οδύνη σε μεγάλη διάρκεια. 


Ο Μπαρνς καταπιάνεται με βασικά θέματα: τον έρωτα, τη ματαίωση, τον ψυχικό κλονισμό, το θάνατο, τη μνήμη. Τι συγκρατεί η μνήμη, τι επιλέγει να διασώσει και αν τελικά ευτυχής είναι οποίος πλησιάζει στο τέλος της ζωής του και βλέπει στο παρελθόν όμορφες στιγμές ή οποίος βλέπει πόνο και άρα γι αυτόν ο θάνατος είναι η λύτρωση. Δεν υπάρχει μια και μοναδική αλήθεια για τον Μπαρνς, όλα είναι ταυτόχρονα λάθος και σωστά. Τι είναι ο έρωτας αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής όλα τα χρόνια της ζωής του, καταγράφοντας τους ορισμούς σ ένα τετράδιο. «Ο έρωτας αν του αφεθείς ολοκληρωτικά είναι μια καταστροφή».

Ο πόνος απασχολεί το συγγραφέα. Η συναισθηματική κατάρρευση, ο κλονισμός μιας θρυμματισμένης ψυχής και η φθορά. Και του καταλυτικού ρόλου που παίζει στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Πως η ψυχή σπάει, ρημάζεται, λυγίζει και τι μηχανισμούς αμυντικούς θα βρει για να επουλώσει τα τραύματά της και να συμβιβαστεί με τη φαυλότητα της ανθρώπινης συνθήκης, τους περιορισμούς και τη ματαίωση των προσδοκιών.
Η αίσθηση που αφήνει το βιβλίο είναι γλυκόπικρη. Ο Μπαρνς έχει τρυφερότητα, κυνισμό και χιούμορ. Διδάσκει μέσα από την ιστορία του, χωρίς να το είναι αυτός ο σκοπός του. Η κάθε σελίδα έχει ένα απόσταγμα εμπειρίας και σοφίας. Γιατί αν ο καθένας από εμάς μοιραζόταν τη μοναδική ιστορία του, θα νιώθαμε λιγότερο μόνοι.




Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Πασκάλ Μπρυκνέρ- Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα

Είναι ένα άγριο βιβλίο, που σε ρουφάει ολοκληρωτικά, που νιώθεις να σφίγγεται το στομάχι σου, που περνάνε από πάνω σου όλα τα συναισθήματα διαβάζοντάς το. Σε βυθίζει τόσο πολύ που ή θα το αγαπήσεις και θα αναγνωρίσεις τους συμβολισμους και τις αλληγορίες του, είτε θα το πετάξεις και δε θα θες να το ξαναδεις μπροστά σου γιατί σε φέρνει σε επαφή με θέματα που αποφεύγεις να αγγίξεις.

Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τον έρωτα, το πάθος, τη θεική δύναμη που μας συνεπαίρνει, μας μεταμορφώνει, μας εξουσίαζει, μας εξυψώνει στα ουράνια, σε ένα παραδείσιο σκηνικό, εκεί όπου πάντα διψάει να επιστρέψει ο άνθρωπος, σε μια κατάσταση μέθης, λαγνείας, απόλυτης ένωσης σαρκικής και πνευματικής. Ο άλλος που εξυψώνεται σε ανώτερο ον, που σε σαγηνεύει και γίνεται αυτόματα όλος σου ο κόσμος, όλα γυρνάνε γύρω από το αντικείμενο του πόθου σου, εξαλείφεται ο εαυτός σου, η αξιοπρέπεια σου, σε κυριεύει ο θεός Έρωτας που ανακαλύφθηκε πριν καν υπάρξει ο άνθρωπος με σκοπό να φέρει στα όντα την έλξη ώστε να αναπαραχθούν.  Που κάνεις όνειρα ότι αυτή η φορά δε θα μοιάζει με τις προηγούμενες φορές, δε θα χαλάσει η χημεία, δε θα επέλθει η ανία  και για να γίνουν όλα αυτά εφευρίσκουν οι ερωτευμένοι τρόπους αντίστασης στη φθορα. Η ερωτική σχέση είναι μια σχέση εξουσίας- όπως άλλωστε και όλες οι κοινωνικές σχέσεις- στην οποία οι ρόλοι εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, θύτη και θύματος εναλλάσσονται και η συνδιαλλαγή ανάμεσα στο ζευγάρι παίρνει διάφορες μορφές, από την πιο αγνή ως την πιο βασανιστική και καταστροφική. Και στη συνέχεια, μιλάει για την πτώση που υφίσταται ο άνθρωπος όταν το πάθος εκπνεύσει, όταν ο έρωτας τελειώσει, όταν αυτά που λάτρεψες χάνουν την ομορφιά τους στα δικά σου μάτια και όταν πλέον είσαι καταδικασμένος να ζεις σε μια ρουτίνα, σε μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα που ο άλλος δεν είναι όπως παλιά, δε σε φροντίζει, δε σε επιθυμεί, δε σε θέλει, σε διαλύει, σε καταστρέφει. Και εκεί βυθίζεσαι στην απόγνωση, στην απελπισία, τρως τις σάρκες σου, καταστρέφεις και καταστρέφεσαι, εκδικείσαι τον άλλο, του επιτίθεσαι, του προκαλείς πόνο, εκδικείσαι τον εαυτό σου.

Το βιβλίο έχει άγριες σκηνές σεξ, όχι για πορνογραφικούς και ηδονοβλεπτικούς λόγους, αλλά για να εξάρει την απελπισμένη και καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια του ανθρώπου να διατηρήσει άσβεστο το πάθος στη σχέση του. Ο Μπρυκνέρ φαίνεται να συμπονά τους ήρωές του. Τους εξυψώνει στα ουράνια και εκεί τους ειρωνεύεται γιατί ξέρει ότι ο έρωτας θα σβήσει. Τους καταβαραθρώνει επειδή προσπάθησαν να δώσουνε νόημα στη ζωή και διάρκεια σε ένα αίσθημα που είναι καταδικασμένο να πεθάνει- όπως άλλωστε και η ίδια η ζωή είναι δεδομένο ότι θα τελειώσει. Είναι ύβρις ανθρώπινη να ζητά κανείς τον έρωτα σε μεγάλη διάρκεια, γι αυτό και επέρχεται η νεμεσις. Οι ήρωες του Μπρυκνέρ τα θέλουν όλα από τη ζωή, τους λείπει η μετριοπάθεια, για εκείνους όλα είναι άσπρα ή μαύρα, δεν υπάρχει μέτρο, δεν υπάρχει ενδιάμεσο. Και γι αυτό, άσχετα με το αν ο αναγνώστης τους συμπαθήσει ή όχι, είναι ιδιαίτερα γοητευτικοί. Αλλά και εντέλει τραγικοί ήρωες παγιδευμένοι στη ματαιότητα της αγάπης και του έρωτα και απόλυτα μα απόλυτα μόνοι, μιας και η συντροφικότητα δεν είναι παρά μια χίμαιρα.

"Χωρίς τη σκοτεινή πλευρά δεν υπάρχει ερωτικό πάθος", υποστηρίζει ο Μπρυκνέρ.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Édouard Louis- Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ

Μια εξομολόγηση της δύσκολης εφηβείας του συγγραφέα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε μια γαλλική επαρχία είναι το "Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ". Πως είναι να μεγαλώνεις ομοφυλόφιλος και "διαφορετικός" σε μια οικογένεια πρωτόγονων, σε μια κοινωνία σκληρών.

Ο Εντύ Μπελγκέλ είναι ο πρωτότοκος των γονιών του- η μητέρα του είχε ήδη δυο παιδιά από την πρώτο της γάμο, ενώ ακολούθησαν άλλα δυο παιδιά. Ο πατέρας του ένας σκληρός άνθρωπος, αδέξιος, άξεστος, ρατσιστής, που μεγάλωσε δίπλα σε έναν πατέρα που τον έδερνε και την ίδια βία υιοθέτησε στη συμπεριφορά του γιατί ως γνωστόν η βία γεννάει βία και τη διαιωνίζει από γενιά σε γενιά. Η μητέρα του μια γυναίκα βασανισμένη, βιοπαλαίστρια, που φαίνεται να μην αποφάσισε ποτέ για τη μοίρα της, ζει μια πικραμένη καθημερινότητα, που την κρατάει ψυχικά απομακρυσμένη από τα παιδιά της αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο αδερφός του επίσης βίαιος και μέθυσος, χτυπούσε τις κοπέλες του. Οι συμμαθητές του Εντύ τον έφτυναν και τον χτυπούσαν για τους γυναικωτούς του τρόπους. Ο Εντύ κατάφερε να γλιτώσει από όλο αυτό, λόγω των πνευματικών αναζητήσεών του, της αγάπης του για το θέατρο και της διαφορετικότητας της "φτιαξιάς" του.

Αυτό που περιγράφεται στο βιβλίο είναι ένα γνώριμο σκηνικό και θίγει πολλά θέματα. Το bullying που υφίσταται ο καθένας, όταν είναι διαφορετικός και πως αυτό όταν το βιώσεις στην εφηβεία σε στιγματίζει για μια ζωή και θέλει πολύ προσωπικό αγώνα για να το αποτινάξεις από πάνω σου. Το πως η βιοπάλη - όταν το να έχεις φαί για τα παιδιά σου δεν είναι δεδομένο, σε αποκτηνώνει, σε απελπίζει  και σε κάνει να ξεσπάς και να γίνεσαι βίαιος. Και πως αυτό θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας. Γιατί καμιά φορά τα θεωρούμε όλα δεδομένα και βλέπουμε τον κόσμο αφ υψηλού. Τα συναισθήματα ενός εφήβου. Με συγκλόνισε η απελπισμένη προσπάθειά του να "χωρέσει" στο  κουστούμι που έχει ράψει η κοινωνία για τους άντρες. (Μου θύμισε τον εαυτό μου και το πόσο είχα πονέσει στην εφηβεία, και το πόσο προσπαθούσα να γίνω κάτι άλλο επειδή με κορόιδευαν που "έκλαιγα πολύ"!)

"Σήμερα θα γίνω σκληρός. Και κλαίω καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, κλαίω γιατί βρίσκω αυτή τη φράση γελοία και αποκρουστική, αυτή τη φράση που με συνόδευε για πολλά χρόνια και υπήρξε κατά κάποιον τρόπο το  κέντρο της ύπαρξής μου".


Ο Εντύ είναι ένα πονεμένο παιδί. Μας εκθέτει τον ψυχισμό του, μιλώντας ανοιχτά για να ξορκίσει επιτέλους το παρελθόν. Έχει ανάγκη να το  κάνει, έχει ανάγκη να τον ακούσουμε και να τον καταλάβουμε. Έχει φύγει πια η ενοχή. Δεν ξέρω αν έχει φύγει ο θυμός και η πίκρα του για αυτά που έζησε. Δεν είμαι σίγουρη αν συγχώρεσε τους γονείς και τους γύρω του. Το σίγουρο είναι ότι δε θα επιτρέψει ξανά να τον πληγώσουν. 

Προς το τέλος το βιβλίο, για μένα, έκανε μια κοιλιά. Επίσης ο επίλογος δε μου άρεσε, μου φάνηκε προχειροδουλειά. Ίσως ήθελα να μου θυμίσει λίγο περισσότερο μυθοπλασία παρά καθαρή εξομολόγηση, όσο ωραία κι αν αφηγείται ο συγγραφέας. 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Juan Marsé- Σεργιάνι στο Γκιναρντό

Βρισκόμαστε στην Ισπανία, το Μάιο του 1945, την ημέρα της επίσημης λήξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με όλα τα αστυνομικά σώματα σε επιφυλακή- μην τυχόν και κάποιος τολμήσει να "γιορτάσει" το γεγονός. Ένας μεσήλικας αστυνομικός, που σιγά σιγά αποσύρεται από την καριέρα του, πρέπει να συνοδεύσει την 14χρονη Ροζίτα στο νεκροτομείο, για να αναγνωρίσει το πτώμα ενός άντρα, που φαίνεται να την βίασε δυο χρόνια πριν. Η Ροσίτα ζει σε ορφανοτροφείο που διευθύνει η κουνιάδα του αστυνομικού, καθαρίζει σπίτια αλλά και τριγυρνάει από σπίτι σε σπίτι με την εικόνα της Παναγιάς πάντα πάνω της για μικροθελήματα. 

Μέσα από αυτή την κεντρική ιστορία, ο Μαρσέ μας σεργιανίζει στη μεταπολεμική Βαρκελώνη, που είναι σκληρή, ασπρόμαυρη, βασανισμένη, αποκτηνωμένη, θλιμμένη, κατεστραμμένη. Η εγκληματικότητα βρίσκεται σε έξαρση, η φτώχεια σοκάρει. Επαίτες, λαθρέμποροι, απατεώνες, ανάπηροι, άνθρωποι απελπισμένοι σε δρόμους βρώμικους από νεκρά και ζωντανά περιττώματα. Βλέπουμε την έφηβη Ροσίτα να περιφέρεται από σπίτι σε σπίτι με αγωνία, υποκύπτοντας σε ποικίλες εξυπηρετήσεις και στο όνομα της θρησκείας να αποσπά χρηματικά ποσά για να τα χορηγήσει στον "ξάδερφό" της. Όλο το βιβλίο είναι σαν ένας κινηματογραφικός φακός- είναι γεμάτο εικόνες, μιας ζωντανής- νεκρής πρωτεύουσας βουτηγμένης στη σήψη  και την παράνοια. 

Η Ροσίτα, μια ηρωίδα που ποτέ δε θα ξεχάσω, είναι η θλιμμένη Παναγία, που κουβαλάει πάνω της τη θρησκεία που της φόρτωσαν οι πιστοί αμαρτωλοί με σκοπό να πλουτήσουν. Είναι ένα κορίτσι που δεν το αγαπάει κανείς. Ένα υποχείριο στα χέρια του βιαστή της δυο χρόνια πριν και στα χέρια του ξαδέρφου- προστάτη της τώρα, δε θέλει να αντικρύσει το πτώμα του φερόμενου ως βιαστή της για να μην της ξυπνήσουν μνήμες αλλοτινές του παρελθόντος. (Και γιατί να το αντικρύσει; Πόσο θύμωσα με αυτή την "υποχρέωση"!) Ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, που είναι ήδη τόσο σπαταλημένο, τόσο κακομεταχειρισμένο αλλά που στην εφηβική της ψυχή βλέπουμε την καλά κρυμμένη ελπίδα της ότι μια μέρα θα δραπετεύσει από όλα αυτά. 

Ο αστυνόμος είναι ένας θλιμμένος, παρατημένος άνθρωπος, ρημαγμένος από τα βιώματά του που σαν εφιάλτες έχουν στοιχειώσει τη σκέψη του. Δεν ελπίζει σε τίποτα, δεν περιμένει τίποτα, μόνο το θάνατο να τον λυτρώσει. 

Είναι κάποια βιβλία που σου γρατζουνάνε τόσο την ψυχή, που δεν τα ξεχνάς ποτέ. Είναι ένα σφίξιμο στο στομάχι, μια τοιχογραφία της εποχής, μια καταγγελία του αδυσώπητου φρανκικού καθεστώτος και του πολέμου που αφάνισε την ανθρωπιά, την ελπίδα, την αξιοπρέπεια, τη ζωή. Και πόσο ένιωσα να ευγνωμωνώ το συγγραφέα για αυτό το σεργιάνι  σ αυτόν τον σκοτεινό και πονεμένο κόσμο.

"Η λογοτεχνία είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη ζωή".

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Γιώργος Μητάς- Ιστορίες του Χαλ

Τρεις ιστορίες μοναχικών ανθρώπων, που ζουν στο λιμάνι του Χαλ, στην Αγγλία, τόπο που φαίνεται ότι ο συγγραφέας γνωρίζει καλά, από τα φοιτιτικά του χρόνια. Κοινός παρονομαστής και στις 3 ιστορίες είναι η  μοναχικότητα των ηρώων.

Στην πρώτη ιστορία, και αγαπημένη μου, μια ηλικιωμένη ταξιθέτρια στη φοιτιτική κινηματογραφική λέσχη της πόλης, που ζει μόνη της, χωρίς ούτε έναν φίλο και  που νιώθει καθημερινά ότι οι σωματικές της δυνάμεις σιγά σιγά την εγκαταλείπουν, βρίσκει χαρά στο πρόσωπο ενός ξένου θαμώνα του κινηματογράφου και τολμάει να τον καλέσει σπίτι της για τσάι. 
Στη δεύτερη ιστορία, ένας Έλληνας φοιτητής γνωρίζει έναν Σκωτσέζο τυφλό πρωτοετή και γίνονται φίλοι.
Στην τρίτη ιστορία, ο Αζίζ, τούρκος φοιτητής, συγκατοικεί με έναν καλοκάγαθο γίγαντα, αινιγματικό που φαίνεται να διατηρεί μυστικά.

Οι τρεις ιστορίες είναι σφιχτοδεμένες, καλοδουλεμένες, σε ωραία γλώσσα, έχουν μέτρο, ούτε περισσεύει, ούτε λείπει λέξη. Οι ήρωες είναι βαθειά μοναχικοί και εσωτερικοί, που διψάνε όμως για επαφή και αποφασίζουν να σπάσουν το περίβλημα της μοναξιάς τους. Η γραφή του συγγραφέα σε τρίτο πρόσωπο ως παντογνώστη αφηγητή, είναι ταυτόχρονα και αποστασιοποιημένη αλλά και άκρως διεισδυτική. 

Πέρασα όμορφα διαβάζοντας τις ιστορίες του και θέλησα να ξαναδιαβάσω "Το Σπίτι".
Μου άρεσε πολύ και το εξώφυλλο- έργο του ίδιου του συγγραφέα.
Με ενόχλησε λίγο το πολυτονικό- δεν πολύκαταλαβαίνω τη χρησιμότητά του στα σύγχρονα έργα.



Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Květa Legátová - Έρωτας στα δάση της Μοραβίας

Είχα καιρό να διαβάσω: α) έργο γυναίκας συγγραφέα, β) έργο του οποίου η κεντρική ηρωίδα είναι επίσης γυναίκα, γ) μια ιστορία αγάπης. Διαβάζοντας το βιβλίο, συνειδητοποίησα πόσο μου είχανε λείψει όλα αυτά- απόλαυσα τη λυρικότητα και την τρυφεράδα της αφήγησης αλλά και το ψυχογράφημα της ηρωίδας- που περνάει από όλα τα συναισθήματα, τα οποία βιώνει έντονα και απόλυτα. 

Η ηρωίδα, η Ελίσκα, νέα και μάχιμη γιατρός βρίσκεται κατά τη διάρκεια του Β παγκόσμιου πολέμου στην κατεχόμενη Πράγα. Έχει σχέση με τον Ρίχαρντ, παντρεμένο συνάδελφό της και αναπτύσσει αντιστασιακή δράση. Όταν κάποια μέλη της αντίστασης συλλαμβάνονται από τους άντρες της Γκεστάπο, εκείνη αλλάζει ταυτότητα και φυγαδεύεται στο Ζελάρι, ένα χωριό στα σύνορα Τσεχίας- Σλοβακίας. Εκεί, αναγκάζεται να παντρευτεί τον Γιόσα, έναν αγαθό βιοπαλαιστή που τυχαίνει να ήταν ασθενής της στο νοσοκομείο, και τον οποίο αποκαλούν τον "βλάκα του χωριού". 

"Πάντα νόμιζα πως αγαπώ τη μοναξιά. Επειδή μου έλειπε συνεχώς. Κατόπιν επειδή διαμέσου της άνοιγα το θησαυροφυλάκιο του έρωτά μου".

Αρχικά, η Ελίσκα κλονίζεται- τρομάζει μπροστά στη νέα πραγματικότητα που ανοίγεται μπροστά της, αφήνει πίσω την καριέρα της, τους στόχους της, τη ζωή της για να μείνει σε ένα απομονωμένο χωριό, ξεκομμένο από τον πολιτισμό, στο οποίο η θέση της γυναίκας είναι υποβαθμισμένη και όπου oι ντόπιοι πιστεύουν σε δεισιδαιμονίες, οι  καθημερινές τους συνήθειες και τα έθιμα είναι μιας άλλης εποχής και κυριαρχεί η απατεωνιά και η βίαιη συμπεριφορά. Οι κάτοικοί του χωριού είναι θλιμμένοι - άνθρωποι που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους και δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν. Όλα αυτά τρομάζουν τη δυναμική και μορφωμένη Ελίσκα και την κάνουν να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική με τον Γιόσα, να φοβάται ότι θα επιδιώξει την υποδούλωσή της και θα της στερήσει κάθε ελευθερία, πνίγοντας την ταυτότητά της.

"Ο Γιόζα ήταν τρυφερός με τον πιο απλό τρόπο. Ήταν τρυφερός από τα γεννοφάσκια του. Αργότερα χαρακτήρισα αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του "μητρική βούλα". Ύστερα την ονόμασα "το σύνδρομο να μην προκαλείς πόνο".

Ωστόσο, βλέπουμε πως σταδιακά μετασχηματίζεται η επιφυλακτικότητα και η αποστροφή σε αγάπη. Αγάπη για έναν άντρα που δε ζήτησε τίποτα από εκείνη, που δεν εκβίασε κανένα της συναίσθημα, που τη σεβάστηκε, που την άφησε ελεύθερη- μια ελευθερία που ίσως δεν είχε ποτέ της αισθανθεί, και που της έδωσε τρυφερότητα- αυτή την τρυφερότητα τη γνήσια, την αυθόρμητη, που έσπασε τις άμυνές της και την έκανε να δει βαθειά μέσα σ αυτόν τον άνθρωπο και εντέλει να τον ερωτευτεί.
Ο Γιόσα με την απλότητά του, με τη σκληρή εργασία του, με την επαφή του με τη φύση, της φανερώνει έναν καινούργιο κόσμο που δε γνώριζε- άλλωστε αυτό δεν ερωτεύεται μια γυναίκα? Να γίνει μαθήτρια του άντρα που τη γοητεύει? 
Ένας έρωτας που γεννιέται για να ξεγελάσει τη φρικαλεότητα της εποχής, σαν τα παραμύθια που αφηγείται ο Γιόσα στην Ελίσκα, ξορκίζοντας το κακό που έχει ξεσπάσει σ όλη την Ευρώπη. Ένας έρωτας που δείχνει ότι ο άνθρωπος πάντα -- και μακάρι!-- να αναζητά την ομορφιά, να φτιάχνει στιγμές ευτυχίας, όσο κι αν οι συνθήκες είναι φρικτές, όσο κι αν ο παραλογισμός του πολέμου κυριαρχεί. 

"Ο κόσμος της ανθρώπινης ψυχής, με τους δύο αντίθετους πόλους της, στροβιλιζόταν εδώ όπως η ρόδα του νερόμυλου.
- Γιατί να υπάρχει τόση κακία ανάμεσα στους ανθρώπους;, αναστέναξα.
Δεν ήταν ερώτηση.
Η Λούτσκα όμως μου απάντησε.
- Διότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν να ζουν.
Εγώ άραγε ξέρω να ζω;"

Η αφήγηση της Λεγκάτοβα είναι εξαιρετική, με έντονο συναίσθημα. Ξεχωρίζουν δε και οι τόσο λυρικές περιγραφές της. Σε βάζει μέσα στην ηρωίδα, περπατάς μαζί της, νιώθεις την αγωνία της, τους παλμούς της, τις ματαιώσεις, τους πανικούς της, τα οράματά της, τις άμυνές της αλλά και το πως αφήνεται, πως ερωτεύεται, πως συγκλονίζεται το είναι της μπροστά στο θαύμα της αγάπης που της αποκαλύπτεται, όταν δεν το περιμένει και φυσικά τον πόνο, και την απελπισία της μπροστά στην απώλεια. 


Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Χρίστος Κυθρεώτης- Εκεί που ζούμε

«Δεν είναι μόνο τη στιγμή του θανάτου μας – σχεδόν κάθε στιγμή όλη η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια μας, αφού μάλλον δεν υπάρχει ούτε μια μέρα στη διάρκεια της οποίας να μη σκεφτόμαστε, έστω στιγμιαία, όλα τα πράγματα που έχουμε κάνει ή όλους τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει – όσους έχουν χαθεί για πάντα και όσους με κάποιον τρόπο μπλέκονται ακόμα στα πόδια μας».

Το παραπάνω απόσπασμα είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό του βιβλίου, καθώς στο μυθιστόρημα του Κυθρεώτη ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον εσωτερικό  μονόλογο του Αντώνη Σπετσιώτη, ενός άντρα δικηγόρου κοντά στα 40, στην Ελλάδα της κρίσης και παρακολουθουμε μια μέρα από τη ζωή του και τα γεγονοτα που λαμβάνουν χώρα σ αυτή.

 Είναι ένα εξαιρετικό, βαθύ, διεισδυτικό βιβλίο, που μέσα στην απλότητα της πλοκής, κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος: οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι μνήμες του Αντώνη, που οι γονείς του είναι χωρισμένοι και, με τους οποίους κρατάει μάλλον τυπικές σχέσεις και πολλά ανείπωτα λόγια μέσα του, με μια αδερφή που και πάλι κρατάει μια απόσταση, δυο σχέσεις ερωτικές στο ενεργητικό του και ένα παρόν αβέβαιο, που μπλέκεται με το παρελθόν, τις επιλογές του, το μέλλον.


Όλα ξεκινάνε το ξημέρωμα της 20ης Ιουνίου 2014 για να τελειώσουν το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας- του θερινού ηλιοστασίου. Ο Αντώνης έχει μια μέρα γεμάτη υποχρεώσεις: να βοηθήσει τον πατέρα του στη μεταφορά ενός γεωτρυπάνου, να συναντήσει την πρώην κοπέλα του, νυν παντρεμένη με παιδί που έχει αποφασίσει να χωρίσει, να παραστεί σε μια δίκη για την υπεράσπιση μιας μεσήλικης γυναίκας που έπεσε θύμα παραπλάνησης ενός ινστιτούτου αδυνατίσματος και στο τέλος της μέρας να παραστεί σε ένα πάρτυ μιας άλλης πρώην κοπέλας του σε ένα μπαρ στο κέντρο της Αθήνας.


Ο Αντώνης είναι ένας έξυπνος και πολυδιάστατος άνθρωπος της γενιάς μας, παγιδευμένος σε μια δουλειά που έχει δυσκολίες αλλά που ταυτόχρονα του έχει δώσει τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με πολλούς ανθρώπους και τελικά να διευρύνει την ενσυναίσθησή του. Μοιάζει ολίγον χαμένος και παρατηρητής της ζωής του. Ανήκει στους ανθρώπους που περνάνε απαρατήρητοι, που οι άλλοι πιστεύουν πως τα γεγονότα δεν τους αγγίζουν και πολύ αλλά που έχει μια τρομερά καθαρή ματιά και διευσδύει βαθειά μέσα σε όποιον άνθρωπο σχετίζεται- δε μένει στο περιτύλιγμα, γνωρίζει ποιος είναι ποιος, αγαπάει και νοιάζεται αληθινά αλλά κρατάει και τις αποστάσεις του. 

"Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε όλοι μας τελικά είναι η δυσκολία να πούμε τελικά την ιστορία, όσο ηλίθιους, έξυπνους, κακούς, βαρετούς ή αστείους μας κάνει να φαινόμαστε ...  Όταν βλέπω στο δρόμο κάποιον τύπο με κουρελιασμένα ρούχα, καθισμένο σταυροπόδι σε ένα αυτοσχέδιο κατάλυμα από κουβέρτες και χαρτόνια, να καπνίζει και να κοιτάζει το κενό, πέρα από όλες τις προφανείς εξηγήσεις, αυτό που βασικά βλέπω είναι ότι απέτυχε να πει την ιστορία."

Οι ήχοι και οι εικόνες της Ελλάδας της κρίσης πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα. Αυτό όμως που το ξεχωρίζει, είναι η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα, η αλήθεια, η καθαρότητα και το βάθος. Ο Αντώνης ψάχνει να βρει τον εαυτό του και ακούει τη φωνή του, άλλοτε διαστακτική, άλλοτε ξεκάθαρη, άλλοτε ψιθυριστή και άλλοτε βροντερή. Η αφήγηση του Κυθρεώτη είναι ρέουσα, ο ρυθμός δε χάνεται ούτε στιγμή.

"Δεν πιστεύω πως υπάρχει έρωτας με την πρώτη ματιά, εκτός κι αν με αυτό εννοούμε ότι ερωτευόμαστε τα πράγματα που βλέπουμε για πρώτη φορά, ερωτευόμαστε δηλαδή τα ενδεχόμενα που περικλείουν, άσχετα με το αν το συνειδητοποιούμε ή όχι- υπάρχουν ωστόσο κάποιες φορές που συναντάμε κάποιον και μια έκλαμψη διορατικότητας μας αποκαλύπτει ένα μεγάλο κομμάτι του μέλλοντος, όλων όσα πρόκειται να συμβούν, και η εικόνα αυτή είναι τόσο ζωντανή ώστε αποφασίζουμε να τη μετατρέψουμε σε πραγματικότητα και να παίξουμε λίγο μαζί της."

Πότε ωριμάζουμε- αν ωριμάζουμε, πότε είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε για τη ζωή μας, πόσο μετέωροι νιώθουμε σε κάθε βήμα μας, πως θα μάθουμε να παίζουμε σωστά την παρτίδα ώστε να μπορούμε με βεβαιότητα να προβλέψουμε τη σκακιέρα μετά την κίνηση μας, πως ματαιωνόμαστε, πως σχετιζόμαστε, ποιος κινεί τα νήματα, τί είναι ο χρόνος, πως μπλεκόμαστε στα πλοκάμια του και τελικά η ζωή τί είναι- μια δίνη που μας ρουφάει μέσα της, που διαρκώς μας ματαιώνει, που άλλα ονειρευόμασταν και άλλα τελικά μας φέρνει, που τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωή μας τις παίρνουμε σε νεαρή ηλικία προσδοκώντας ότι κοντά στη μέση ηλικία θα έχουμε πετύχει πράγματα- και τελικά όταν έρχεται η ώρα ίσως έχουμε μια συγκεχυμένη αίσθηση- πετύχαμε ή αποτύχαμε;

Tί σχέση έχουμε με τους γονείς μας, πως επικοινωνούμε, τί μπορούμε και τί δεν μπορούμε να τους πούμε, πόσο τους αφήνουμε να μας επηρεάσουν και πόσο ασυνείδητα μας καθορίζουν, τί άμυνες βάζουμε απέναντί τους προκειμένου να ζήσουμε τη δική μας ζωή.

Πως σχετιζόμαστε με τους γύρω μας, ερωτευόμαστε και αλλάζουμε- όχι από διάθεση παραπλάνης, αλλά από αυθόρμητη επιθυμία να αρέσουμε στον άλλο περισσότερο. Και μετά ξε-ερωτευόμαστε. Και τότε πού είμαστε? Που είναι ο εαυτός μας? Τί γίνεται ο άλλος? Αυτά που μοιράστηκες είναι εκεί? Ή πεθαίνουν και πρέπει να τα θάψεις και να φύγεις? Και πόσες απώλειες μπορείς να αντέξεις στη ζωή σου? Πόσες σχέσεις? Πόσα νέα ξεκινήματα και πόσα "αυτή τη φορά δε θα κάνω το ίδιο λάθος"?
Επικοινωνία υπάρχει? Λέμε αλήθειες? Πόσο σπάνια? Και τί λεμε? Αυτό που αντέχει ο άλλος, αυτό που αντέχουμε εμείς, που αποφεύγουμε να δούμε τί αισθανόμαστε και να το εκφράσουμε.

Κοιτάς πίσω και νομίζεις ότι άφησες έναν ανόητο και ανώριμο εαυτό- αλλά στην πραγματικότητα αυτό που ήσουνα το φέρεις μαζί σου την κάθε στιγμή.
Πόσο έτοιμοι είμαστε για αποφάσεις- όταν δεν ξέρουμε όλο το φάσμα, πως να προβλέψεις τί αγαπάς, τί σου ταιριάζει και αν μπορείς να το αντέξεις να σε εκφράζει για χρόνια.



Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία, βιβλία που με έχουν ταξιδέψει κι άλλα που με έχουνε απογοητεύσει. Ωστόσο γι αυτό το βιβλίο ένιωσα μέσα μου τη δική μου φωνή να λέει "Αν καταφέρω και γράψω ποτέ κάτι ολοκληρωμένο, θα ήθελα να είναι σαν αυτό".



Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Βασίλης Παπαθεοδωρου- Τη νύχτα που έσβησαν τ αστέρια

Τη νύχτα της 20ης Ιανουαρίου, η Λένα, ένα κορίτσι 17 χρόνων και μαθητρια της Γ λυκείου εξαφανίζεται. Εχει σημάνει συναγερμός σ όλη τη χώρα και όπως είναι φυσικό οι γονείς της , οι συμμαθητές , οι γείτονες , η αστυνομία κ οποίος είχε οποιαδήποτε σχέση με εκείνη βρίσκονται σε αναβρασμό αλλά και σε μια διαδικασία προβληματισμού: τι πήγε στραβά, αν έκαναν κάτι λάθος, όχι τόσο για να το αναγνωρίσουν αλλά για να πετάξουν  από πάνω τους την παραμικρή ευθύνη και να ελευθερώσουν τη συνείδηση τους.

Το βιβλίο έχει εννιά αφηγητές. Συμμαθητές και συμμαθήτριες της, ο πρώην της, η κολλητή της που την ζήλευε, ο ομοφυλόφιλος κολλητός του αγοριού της που τη ζήλευε επίσης γιατί ήταν ερωτευμένος κρυφά με εκείνον. Δυο γείτονες σαραντάρηδες που τους άρεσε και μάλιστα ο ένας την είχε παρενοχλήσει.

Ο αδερφός της εγωπαθής, πρόεδρος του σχολείου που όλοι υπάκουαν σ αυτόν, αλλά δε φαίνεται παρά να είναι ένας υπερεκτιμημένος δυναστης. Η αδερφή της Δήμητρα, πιο ήσυχη από τη Λένα , ζούσε στη σκιά της. Ο πατέρας της Λένας, καθώς πρέπει οικογενειάρχης που είχε συνάψει ερωτική σχέση με τη θεία και η Λένα ήταν ο αυτόπτης μαρτυρας. Και η άβουλη μητέρα, σε κατάθλιψη, αδύναμη να αντιμετωπίσει τη ζωή της.

Η Λένα ήταν ένα κορίτσι ανεξάρτητο, ντομπρο, τολμηρό, πολύ όμορφο, που έλεγε αλήθειες, χωρίς να τη νοιάζουν οι συγκρούσεις.

Το βιβκιο δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι η καταγραφή της κοινωνίας και το πως το bullying επηρεάζει έναν άνθρωπο , σε σημείο που να μην είναι σε θέση να προφυλάξει τον εαυτό του.

Σ ένα έγκλημα ακόμα κ αν δεν έχει βρεθεί ο δράστης, υπάρχουν πολλοί ηθικοί αυτουργοί κ αυτοί είμαστε όλοι μας. Καταγγέλεται ο ρατσισμός , τα αδηφάγα ΜΜΕ που θα εκμεταλλευτούν τον ανθρώπινο πόνο για να περάσουν πολιτικά μηνύματα, η ανευθυνότητα όλων μας με τη νοοτροπία «μακριά από μένα κ όπου θέλει ας είναι», το bullying σε μια όμορφη κ ατίθαση κοπέλα που ή ξενερωτη είναι ή πορνη, η υποκρισία μέσα στην οικογένεια, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις που στερούνται αυθεντικότητας κ αλήθειας,

Πως η κοινωνία είναι έτοιμη να βρει εξιλαστήρια θύματα και να ξεσπάσει με μίσος απέναντι στη διαφορετικότητα: ένα βίντεο την ημέρα της εξαφάνισης της δείχνει τη Λένα και 2 Πακιστανους να βρίσκονται στον ίδιο χώρο και να την κοιτάνε. Αμέσως η κοινωνία να ξεσπάσει με οργή, ποτισμένη ως το μεδούλι με ρατσιστική διάθεση. Η μαμά της Λένας παρεμβαίνει στα κανάλια, ζητάει να σεβαστούν τον πόνο της και να μην επιτίθενται στους 2 Πακιστανους- «αν ήταν Σουηδοί θα κάνατε το ίδιο;» Και πως τα ΜΜΕ διαστρεβλώνουν τα πράγματα και υπαινίσσονται ότι «για καταθλιπτική γυναίκα μιλάμε - σιγά μην την πάρουμε στα σοβαρά δεν έχει σώας της φρένας».

Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, είναι πολύ σημερινό, καταγράφει την ελληνική κοινωνία και βέβαια σφίγγει το στομάχι με την εξέλιξη της υπόθεσης. Λειτουργεί και αφυπνιστικά βέβαια, ώστε αν σκεφτούμε ότι μια Λένα κάθε τόσο εξαφανίζεται, να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για μα τη σώσουμε, να μπορέσουμε να φύγουμε από τα κόμπλεξ μας και να αποδεχόμαστε ότι κάποιος είναι καλύτερος από εμάς, να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με αλήθεια, να γίνουμε πιο ανοιχτοί στο διαφορετικό , ή τουλάχιστον όλα αυτά να τα προσπαθήσουμε.

«Γιατί δεν υπήρχαν ύποπτοι. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα στο μυαλό μου κανέναν ηθικό αυτουργό. Όμως ηθικούς είχα παρά πολλούς. Γιατί θεωρώ πως το κορίτσι περνούσε μια δύσκολη περίοδο, της έπεσαν όλα μαζεμένα, όλες οι κακές συμπεριφορές κατευθύνθηκαν προς αυτή και για να ξεσκάσει έκανε μια μεγάλη βόλτα».

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Hans Fallada- Μόνος στο Βερολίνο

Τον Χανς Φαλάντα δεν τον ήξερα. Έπεσε στα χέρια μου τυχαία "ο Πότης" και έγινε αυτομάτως ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αμέσως πήρα το "Μόνος στο Βερολίνο", το οποίο θεωρώ ένα από τα πιο μεγαλειώδη βιβλία που έχω διαβάσει ως τώρα.

Στο μυθιστόρημα, καταγράφει με συγκλονιστικά ανατριχιαστικό τρόπο το απολυταρχικό καθεστώς του Χίτλερ και το πως συμπεριφέρθηκε το τρίτο Ράιχ στους Εβραίους αλλά και στους Γερμανούς. Οι ήρωες του βιβλίου είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, μέλη οικογενειών μιας λαικής πολυκατοικίας, που ο καθένας τηρεί μια δική του στάση απέναντο στο ναζισμό. Είτε πρόκειται για πειθήνιους αδύναμους καιροσκόπους, είτε για τυφλωμένους ναζιστές, είτε ανθρώπους που προσπαθούν με το δικό τους τρόπο να αντισταθούν, βιώνωντας μια τρομερή μοναξιά και όντας στραγγαλισμένοι από το καθεστώς που καταπατά κάθε ελευθερία, κάθε ανθρωπιά, κάθε αξιοπρέπεια.  

Κεντρικοί ήρωες της ιστορίας είναι ο Ότο Κβάνγκελ, ένας μεσήλικας εργοδηγός σε εργοστάσιο που πλέον κατασκευάζει φέρετρα και η γυναίκα του Άννα. Ξεκινάνε σαν πειθήνιοι ήσυχοι άνθρωποι που θέλουν να τα πηγαίνουν καλά με την εξουσία, να μην αντιδρούν, να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Όλα αλλάζουν όταν ξαφνικά σκοτώνεται ο γιος τους στον πόλεμο. Τότε αρχίζουν και μεταλλάσσονται και αποφασίζουν να αντισταθούν με τον τρόπο τους: ξεκινάνε να γράφουν κάρτες κατά του χιτλερικού καθεστώτος και να τις αφήνουν σε κεντρικά σημεία με σκοπό να αφυπνίσουν τους συμπατριώτες τους. Όμως, καθώς ο φόβος και ο τρόμος κυριαρχούν, οι περισσότερες κάρτες παραδίδονται κατ ευθείαν στην αστυνομία και καταλήγουν στη Γκεστάπο.

Το βιβλίο αυτό είναι ένα μεγαλειώδες συγκλονιστικό μάθημα ενάντια στο ναζισμό. Ο Φαλάντα δεν προβαίνει σε μεγαλοστομίες, δεν εκβιάζει την συγκίνηση, δεν υπερβάλλει. Με έναν υπέροχο απλό λόγο, μέσα από την αφήγηση της πραγματικότητας, σε παρασέρνει στην αφήγηση και σε κάνει κοινωνό όλης αυτής της ζοφερής κατάστασης που καταπατάει τον άνθρωπο και του δίνει δυο επιλογές: ή να πεθάνει από σωματικό θάνατο και βασανιστήρια, ή να σκοτώσει την ψυχή του και το πνεύμα του, υποτασσόμενος στο καθεστώς.

Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ανατριχίλα, το σφίξιμο στην καρδιά, τις ατελείωτες σκέψεις που μου προκάλεσε αυτό το αριστούργημα. Το διαβάζεις και απορείς συνεχώς  " Έγιναν όλα αυτά από ανθρώπους?"

Για μένα θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία.

" Λίγο ή πολύ, κανείς δεν μπορεί να ρισκάρει τίποτα περισσότερο από την ίδια του τη ζωή. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικές ικανότητες και διαφορετικό χαρακτήρα- το σημαντικό είναι να αντιστέκεσαι".


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Colm Toibin- Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό

Το "Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό" είναι ένα βιβλίο που λόγω του βαρύγδουπου τίτλου του και του σκοτεινού του εξώφυλλου, δύσκολα θα μου τραβούσε την προσοχή σε ένα βιβλιοπωλείο. Οδηγήθηκα σ αυτό κατόπιν εξαιρετικών κριτικών, της Αθηνάς Δημητριάδου στη μετάφραση και φυσικά διαβάζοντας το θέμα του βιβλίου που με τράβηξε αμέσως.

Πρωταγωνίστρια στο βιβλίο είναι η Έλεν, διευθύντρια σ ένα σχολείο στην Ιρλανδία, μητέρα 2 αγοριών. Η Έλεν ζει αποξενωμένη απο την οικογένειά της, ο πατέρας της έχει πεθάνει και τα παιδιά της δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τη γιαγιά τους.

Ενώ η Έλεν ετοιμάζεται για διακοπές λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο του αδερφού της Ντέκλαν- τον οποίο επίσης έχει χρόνια να συναντήσει- και ενημερώνεται ότι ο Ντέκλαν είναι βαριά αρρωστος, οροθετικός , στο τελευταίο στάδιο και η επιθυμία του είναι να έρθει σε επαφή με τη μητέρα, την αδερφή και τη γιαγιά του.

Η Έλενα αφήνει τα παιδιά στον άντρα της να κάνουν τις διακοπές τους και σπεύδει να επισκεφτεί τη γενέθλια πόλη της. Πρώτα επισκέπτεται τη γιαγιά της και αργότερα τη μητέρα της. Τελικά στο σπίτι της γιαγιάς της, κατόπιν επιθυμίας του Ντέκλαν, καταλήγουν οι 3 γυναίκες, ο Ντέκλαν και οι 2 ομοφυλόφιλοι στενοί φίλοι του, ο Πολ και ο Λάρι. Η Έλεν είναι παντρεμένη με έναν άντρα που την αγαπάει αλλά που κρατάει σε απόσταση και μόνο όταν η συναισθηματική της φόρτιση έχει φτάσει στο απροχώρητο, σπάει και ζητάει τη βοήθεια του άντρα της να έρθει να την στηρίξει. 

Οι τρεις γυναίκες μεταξύ τους διατηρούν μια ψυχρή σχέση φαινομενικά, με υπόστρωμα θυμού. Όταν αρρώστησε ο πατέρας της Έλεν και του Ντέκλαν, η μητέρα της τους άφησε στη γιαγιά τους και έφυγαν μαζί στο εξωτερικό για θεραπεία. Κανείς ποτέ δεν εξήγησε στα παιδιά πως έχουν τα πράγματα, πού είναι οι γονείς τους, πως είναι ο πατέρας τους, όλα έγιναν σιωπηλά. Δεν πρόλαβαν καν να τον αποχαιρετήσουν ή να του ευχηθούν καλή ανάρρωση. Ο θάνατος του πατέρα τους τους ανακοινώθηκε με την ίδια αποστασιοποίηση από κάθε είδους συναίσθημα- ωστόσο για μικρά παιδιά μιλάμε, το πως βίωσαν το πένθος εσωτερικά, χωρίς καν να έχουν το δικαίωμα να το εκφράσουν και να το ζήσουν, καθόρισε και τη σχέση με τον εαυτό τους και τη σχέση του καθενός με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας αλλά και τη μετέπειτα ζωή τους. Η σκηνή που η Έλεν ξαπλώνει στο κρεβάτι του νεκρού πια πατέρα της και φτιάχνει τη φιγούρα του με τα ρούχα, τα παπούτσια και εκείνο το φιλί που του δίνει είναι συγκλονιστική και ανατριχιάζω που τη σκέφτομαι. 

"Και με όλα αυτά άρχισα να σκέφτομαι και τα δικά μου, γιατί δεν ένιωθα την ανάγκη να τα βρω με τη μητέρα μου ή με τη γιαγιά μου, ότι έπρεπε να πετάξω από μέσα μου τα κομμάτια του εαυτού μου που είχαν καταστραφεί και που είχα αφήσει να σαπίσουν. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ο μισός μου κόσμος κατέρρευσε αλλά εγώ δεν το πήρα είδηση. Ήταν λες και μου είχαν τινάξει το μισό μου πρόσωπο στον αέρα, εγώ όμως συνέχιζα να μιλάω και να χαμογελάω, με την ιδέα ότι δε μου είχε συμβεί εμένα αυτό ή ότι με τον καιρό θα επανερχόταν. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου και η γιαγιά μου με άφησαν μόνη μου".


Το θέμα της ομοφιλοφιλίας τίθεται με εξαιρετική ευαισθησία και τρυφερότητα. Με άγγιξε η πρωτοπρόσωπη εξομολόηγηση του ενός εκ των 2 φίλων του Ντέκλαν για τον πρώτο του έρωτα, την αληθινή αγάπη και στήριξη που του παρείχε όταν έχασε ξαφνικά τους 2 γονείς του και τελικά το γάμο τους- ένα δώρο στο σύντροφό του για να μη φοβάται την εγκατάλειψη του συντρόφου του.

"Όταν μεγαλώσαμε, αν ήταν να πάρουμε κάποια απόφαση, πως θα ξοδεύαμε, ας πούμε, το χαρτζιλίκι μας ή αν θα μελετούσαμε και δε θα βλέπαμε τηλεόραση, μας έβαζε να γράψουμε το πρόβλημα, μετά τα υπέρ και τα κατά και τέλος την απόφαση. Είχαμε πάντα στη διάθεσή μας χαρτάκια γι αυτή τη δουλειά και άρεσε πολύ στον πατέρα μου να του δείχνουμε πως είχαμε εργαστεί. Έτσι εκείνο το χειμώνα έγραψα " Είμαι γκέι. Αισθάνομαι για τα αγόρια της τάξης μου ότι αισθάνονται τα κορίτσια." Μετά το έκρυψα. Διάβασα ένα άρθρο στους Irish Times για ένα ζευγάρι, ο άντρας ήταν γκέι αλλά δεν το είχαν κουβεντιάσει ώσπου απέκτησαν 2 παιδιά. Θα προσπαθούσαν να συνεχίσουν μαζί, κατέληγε το άρθρο, αλλά η γυναίκα ήξερε ότι κατά βάθος ο άντρας της δεν την έκανε κέφι. 
Κάπου κάπου ξετρύπωνα το χαρτάκι και έγραφα διάφορες επιλογές: Nα το αγνοήσω. Να προσπαθήσω να το βγάλω από το μυαλό μου. Ένα βράδυ έγραψα ότι πρέπει να προσπαθήσω να βρω έναν συνομήλικό μου, επίσης γκέι. Θυμάμαι ότι το υπογράμμισα με διπλή γραμμή, δεν ήταν βλέπεις από τις πιο δραστικές επιλογές. 
Και πολύ σύντομα εμφανίστηκε αυτός ο  κάποιος, ή έστω νόμιζα ότι εμφανίστηκε."

Επίσης, πραγματικά απόλαυσα τους 3 φίλους, πόση αληθινή επαφή είχανε με τον εαυτό τους, πόσο απενοχοποιημένοι ήταν, πόσο δεμένοι μεταξύ τους- σε πλήρη αντίθεση με την οικογένεια της Έλεν, που μια ζωή όλα κρύβονταν κάτω από το χαλί και οι σιωπές, η αμηχανία, ο θυμός και τα ανείπωτα λόγια είχαν χτίσει τείχη ανάμεσά τους. Οι φίλοι του Ντέκλαν στην ουσία υποκαθιστούν την οικογένειά του, ξέρουν τα πάντα για εκείνον, τον αγαπάνε βαθειά και αληθινά και του ικανοποιούν οποιαδήποτε πρακτική του ανάγκη.

Η δράση στο βιβλίο εξελίσσεται πολύ αργά έως και αθόρυβα αλλά παρολ αυτά είναι ένα βιβλίο "ρουφηχτό" που σε παρασέρνει στην ανάγνωση του. Μέσα από τις σιωπές, τις υπόνοιες και την ατμόσφαιρα του βιβλίου καλλείται ο αναγνώστης να μαντέψει τα συναισθήματα των προσώπων, τις σχέσεις τους, το πως τους ενώνει ή τους χωρίζει ο θάνατος που έρχεται, να συμμεριστεί τον πόνο και τη δυσκολία τους αλλά και το πως ο καθένας με τον τρόπο του "σπάει" το οχυρό του και τελικά απλώνει ένα χέρι στον άλλο για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση, γιατί τελικά η αποδοχή και το "μαζί" μας κάνουν δυνατούς.