Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2019

Η χρονιά μου σε βιβλία με τις βαθμολογίες τους:

Celeste Ng "Μικρές φωτιές παντού" 7,5/10
Έλενα Φεράντε "Η ιστορία της χαμένης κόρης" 7/10
Julian Barnes "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ" 4/10
Jaume Cabre "Confiteor" 10/10
Εrnest Hemingway "Ο γέρος και η θάλασσα" 8/10
Κώστας Κατσουλάρης "Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά" 7,5/10
Έλενα Φεράντε "Μέρες εγκατάλειψης" 5/10
Κώστας Ακριβός "Γάλα Μαγνησίας" 10/10
Εrnesto Sabato " Το τούνελ" 7,5/10
Γιάννης Μακριδάκης "Η δεξιά τσέπη του ράσου" 7/10
Paul Auster "Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων" 8/10
Αlexandro Palomas "Ένας γιος" 9/10
Paul Auster "Η τριλογία της Νέας Υόρκης" 6/10
Gail Honeyman "Η Έλινορ Όλιφαντ είναι απολύτως καλά" 6,5/10
Ιωάννα Καρυστιάνη "Χίλιες Ανάσες" 8/10
Ζοζέ Σαραμάγκου "Περί τυφλότητος" 6,5/10
Brit Benett "Οι μητέρες" 7/10
Ρέιμοντ Κάρβερ "Ελέφαντας" 7/10
Javier Marias "Καρδιά τόσο άσπρη" 9/10
Αlessandro Barrico "Μίστερ Γκουίν" 7,5/10
 "Στο χείλος της αβύσσου" 7/10
Χρήστος Αστερίου "Η θεραπεία των αναμνήσεων" 7,5/10
Italo Svevo "Η συνείδηση του Ζήνωνα" 6,5/10
Αλέξης Σταμάτης "Ζωή" 6,5/10
Javier Marias "Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς" 10/10
Νίκος Δαβέττας "Η εβραία νύφη" 6,5/10
Παυλίνα Μάρβιν "Ιστορίες απ όλον τον κόσμο μου" 7/10
Άκης Παπαντώνης "Καρυότυπος" 9/10
Χανς Φαλαντα "Ο πότης" 9/10
Άκης Παπαντώνης "Ρηχό νερό, σκιές" 7,5/10
Ελένη Πριοβόλου "Στη ζωή νωρίς νυχτώνει" 7,5/10
Άντον Τσέχωφ "Διηγήματα και νουβέλες" 7,5/10
Σώτη Τριανταφύλλου "Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης" 8/10
Τζούλιαν Μπαρνς "Ο αχός της εποχής" 6/10
Σώτη Τριανταφύλλου "Μηχανικοί καταρράκτες" 8,5/10
Μahi Binebine "Τα αστέρια του Σίτυ Μουμέιν" 10/10
Μίλαν Κούντερα "Η άγνοια" 7,5/10
Σώτη Τριανταφύλλου "Για την αγάπη της γεωμετρίας" 9/10
Γιάννης Μακριδάκης "Ανάμισης ντενεκές" 7,5/10
Αlice Miller "Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας" 7/10
Hans Fallada "Μόνος στο Βερολίνο" 10/10
Sebastian Barry "Μέρες δίχως τέλος" 7,5/10
K.Π Καβάφης "Ποιήματα εν όλω" 10/10
Scott Peck "Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος" 7/10
Jane Harper "H ξηρασία" 7/10
Santiago Gamboa "Νυχτερινές ικεσίες" 10/10
Ισμήνη Καπάνταη "Με θέα τη ζωή" 6,5/10
Jonathan Coe "Τι ωραίο πλιάτσικο" 8/10
Colm Toibin "Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό" 8/10
Βασίλης Παπαθεοδώρου "Τη νύχτα που έσβησαν τ αστέρια" 8/10
Χρίστος Κυθρεώτης "Εκεί που ζούμε" 10/10
Herve le Tellier "Αρκετά μιλήσαμε για αγάπη" 7/10
  "Έρωτας στα δάση της Μοραβίας" 8/10
Γιώργος Μητάς "Ιστορίες του Χαλ" 8/10
Juan Marse "Σεργιάνι στο Γκιναρντό" 8,5/10
Edouard Louis "Nα τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ" 6,5/10
Pascal Bruckner "Tα μαύρα φεγγάρια του έρωτα" 7/10
Julian Barnes "Η μοναδική ιστορία" 10/10
M. Kαραγάτσης "Συνταγματάρχης Λιάπκιν" 8/10
Ευγενία Φακίνου "Έρως θέρος πόλεμος" 6/10
Andrew Sean Greer "Πλην" 7/10
Isable Allende "Του έρωτα και της σκιάς" 10/10
Σώτη Τριανταφύλλου "Το εργοστάσιο των μολυβιών" 7/10
Stefan Zweig "Ταξίδι στο παρελθόν" 10/10
Luca Ricci "Το φθινόπωρο" 7/10
Silvina Ocampo "Όποιος αγαπά μισεί" 7/10
Jeanette Winterson "Το πάθος" 7,5/10
Javier Marias "Ερωτοτροπίες" 8/10
Delia Owens "Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες" 10/10
Andre Aciman "Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου" 7,5/10
Ηλίας Μαγκλίνης "Είμαι όσα έχω ξεχάσει" 7/10

Ήταν μια πλούσια αναγνωστική χρονιά. Τα περισσότερα βιβλία διαβάστηκαν σε ηλεκτρικό και μετρό και τα "δεκάρια" μεταξύ 4 και 6 το ξημέρωμα που ξυπνούσα γιατί δεν μπορούσα να κρατηθώ μακριά τους!
Η λίστα με τα "want to read" παραμένει ατελείωτη. 
Καλές αναγνώσεις για το 2020!


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Andre Akiman- Να με φωνάζεις με τ όνομά σου

"Περίμενα και περίμενα στο δωμάτιό μου, καρφωμένος στο κρεβάτι μου, σε μια εκστατική κατάσταση τρόμου και προσμονής. Όχι μια φωτιά πάθους, όχι μια άγρια φωτιά, αλλά κάτι που με παρέλυε, σαν τη φωτιά από βόμβα διασποράς που ρουφά το γύρω οξυγόνο και σε αφήνει ξέπνοο γιατί έχεις φάει κλωτσιά στην κοιλιά και το κενό που ακολουθεί ξεσκίζει κάθε ζωντανό ιστό των πνευμόνων σου κάνοντας το στόμα σου να στεγνώνει, και τώρα ελπίζεις να μη σου μιλήσει κανένας, αφού ούτε εσύ μπορείς να μιλήσεις, και προσεύχεσαι κανείς να μην σου ζητήσει να κουνηθείς, γιατί η καρδιά σου έχει φράξει και χτυπάει τόσο δυνατά που είναι πιθανότερο να αρχίσει να φτύνει κομματάκια γυαλιού παρά να αφήσει να κυλήσει οτιδήποτε μέσα από τις μπουκωμένες της κοιλίες. Φωτιά σαν φόβος, σαν πανικός, σαν ένα λεπτό ακόμα έτσι, και θα πεθάνω αν δε χτυπήσει την πόρτα μου, αλλά καλύτερα να μη χτυπήσει ποτέ αν είναι να χτυπήσει τώρα. Είχα μάθει να αφήνω μισάνοιχτα τα παντζούρια μου, και ξάπλωνα στο κρεβάτι φορώντας μονάχα το μαγιό μου, με όλο μου το κορμί φλογισμένο. Φωτιά σαν ικεσία, που λέει σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πες μου ότι κάνω λάθος, πες μου ότι τα φαντάστηκα όλα, γιατί δεν μπορεί να είναι και η δική σου αλήθεια. Κι από όλα αυτά, εκείνο το απόγευμα που μπήκε τελικά στο δωμάτιό μου χωρίς να χτυπήσει λες και τον είχαν καλέσει όλες μου οι προσευχές και με ρώτησε πως και δεν ήμουν με τους άλλους στην παραλία, το μόνο που σκέφτηκα να του πω, παρόλο που δεν κατάφερα να το ξεστομίσω, ήταν, για να είμαι μαζί σου. Για να είμαι μαζί σου, Όλιβερ. Με ή χωρίς μαγιό. Να είμαι μαζί σου στο κρεβάτι μου. Στο κρεβάτι σου. Κάνε με ότι θέλεις. Πάρε με. Ρώτα με απλά αν θέλω, και δες τι απάντηση θα πάρεις, μονάχα μη μ αφήσεις να πω όχι."

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τα αγαπημένα μου στο βιβλίο και ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του, κατά τη γνώμη μου. Για έρωτα μιλάει το βιβλίο. Για έναν έρωτα δυνατό, φλογισμένο, πηγαίο, αληθινό, που ξεκινάει από το σώμα και κατακλύζει όλο το είναι, για έναν έρωτα που νιώθεις κι εσύ ως αναγνώστης, και είτε ταυτίζεσαι - αν είσαι ερωτευμένος- και ρουφάς την κάθε του λέξη και απολαμβάνεις το πόσο εύστοχα, βαθιά, αληθινά ο συγγραφέας αποτυπώνει κάθε μα κάθε σκέψη- συναίσθημα- εναλλαγή που σου συμβαίνει, είτε θυμάσαι πως ένιωθες όταν ήσουν ερωτευμένος και νοσταλγείς, είτε ζηλεύεις αν δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι σε κάνει να αισθανθείς. 

Ο αφηγητής της ιστορίας, ο Έλιο, θυμάται ένα καλοκαίρι στην Ιταλική Ριβιέρα, που ερωτεύτηκε τον Όλιβερ, φιλοξενούμενο και υπότροφο του καθηγητή πατέρα του Έλιο, με σκοπό να ολοκληρώσει τη διατριβή του στον Ηράκλειτο. Ερωτεύεται και ο Όλιβερ τον Έλιο, και μοιράζονται μαζί λίγες αλλά δυνατές στιγμές, μέχρις ότου ο Όλιβερ φύγει για την Αμερική. Οι δυο άντρες θα ξανασυναντηθούν 15 χρόνια μετά και θα μιλήσουν - ή δε θα μιλήσουν- για τα χρόνια που μεσολάβησαν, για την τροπή που πήραν οι ζωές τους.

Το βιβλίο πραγματεύεται την ερωτική ενηλικίωση του αφηγητή, τη συνειδητοποίηση της φύσης του, τη μνήμη, την απώλεια, τον πόνο της απώλειας, τη ματαίωση, το όνειρο, το πνίξιμο των συναισθημάτων και τη σύνδεση. Τη μοναδική σύνδεση μεταξύ δυο ανθρώπων, που φτάνουν να αποκαλούν ο ένας τον άλλο με το όνομά του, μιας και ο ένας χάνεται στον άλλο, γίνεται ο άλλος, είναι ένα. Τον έρωτα που είναι ένα καθολικό συναίσθημα, που αμφιβάλλεις αν αισθάνεσαι ή δεν αισθάνεσαι, που αγωνιάς για την αμοιβαιότητα αλλά και όταν επιβεβαιώνεται τα χάνεις, που ο άλλος φτάνει να σου γίνει εμμονή, που έχεις διαρκώς εναλλαγές και περνάς από τη χαρά στη συντριβή, από τον πόθο στο φόβο, από την αισιοδοξία στην αμηχανία και από το θάρρος να ανοιχτείς και να το ζήσεις στο "μάζεμα" πίσω στον εαυτό σου και στην περισυλλογή. Και φυσικά τη ζήλεια, την κτητικότητα, τη φλόγα στο κορμί σου, την αφύπνιση, την έκρηξη που συμβαίνει στο σώμα σου, τους τόνους ενέργειας που εκλύονται από τα σωθικά σου και δε σε αφήνουν να ησυχάσεις, γίνεται ολόκληρος μια φλόγα, μια αγκαλιά, μια ανάσα και δίνεσαι, αφήνεσαι, ζεις. Κι επειδή ζεις πιο έντονα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη ζωή σου, δεν το ξεχνάς ποτέ. Η σχέση πατέρα- γιου αποτυπώνεται εξαιρετικά και τα λόγια του πατέρα στον έφηβο γιο του μένουν χαραγμένα και εύχεσαι να τα πεις κι εσύ στο παιδί σου όταν ερωτευτεί.

"Αν υπάρχει πόνος φύλαξέ τον, αν υπάρχει φλόγα μην την πνίξεις, μην είσαι βάναυσος μαζί της. Ξεριζώνουμε τόσα πολλά από τους εαυτούς μας για να γιατρευτούμε γρηγορότερα απ όσο πρέπει, που μέχρι τα τριάντα έχουμε ξοφλήσει και έχουμε να δώσουμε όλο και λιγότερα σε κάθε νέα σχέση. Η απόσυρση είναι φριχτό πράγμα όταν σε κρατά ξάγρυπνο τη νύχτα και το να μας ξεχνάνε πιο σύντομα απ ότι θα θέλαμε είναι εξίσου σκληρό. Αλλά πόσο κρίμα να μην αφήνεσαι να νιώσεις, μόνο και μόνο για να μη νιώσεις τίποτα!"

YΓ1: Η ταινία μου άρεσε περισσότερο.
ΥΓ2: Τα τελευταία χρόνια τα "σνόμπαρα" τα love stories. Η ταινία με έκανε να τα αναζητήσω ξανά!

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Ντέλια Όουενς - Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες

Το "Eκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες" κονταροχτυπιέται μέσα μου με το "Eκεί που ζούμε" για το ποιο θα είναι το αγαπημένο μου μυθιστόρημα που διάβασα τη φετινή χρονιά.

Το μυθιστόρημα της Ντέλια Όουενς είναι η ιστορία ενηλικίωσης της Κάια Κλαρκ, ενός κοριτσιού που μεγαλώνει ολομόναχο στο βαλτότοπο της Βόρειας Καρολίνας, αφού έχει εγκαταλειφθεί από τη νευρικά κλονισμένη μητέρα της, τον μέθυσο πατέρα της και τα αδέρφια της που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη. Οι κοινωνικές δομές είναι ανύπαρκτες, πρόνοια για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά δεν υπάρχει σε μια Αμερική που μισεί το διαφορετικό και που η Κάια ανήκει στους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, οι άνθρωποι την αποστρέφονται και τη λοιδορούν. Κι έτσι εκείνη μεγαλώνει δίπλα στη φύση, γίνεται ένα με τη μητέρα Γη, που τη θρέφει, τη διδάσκει, την παρηγορεί και της φανερώνει τα μυστικά της. Η Κάια θα μάθει τους ήχους των ζώων, τις συμπεριφορές και τα ένστικτά τους, θα παρατηρήσει τα φυτά, τα χορτάρια, θα συνδεθεί με το χώμα κι έτσι η αβάσταχτη μοναξιά της μετουσιώνεται σε μια ευκαιρία για πραγματική επαφή με το φυσικό κόσμο και θα είναι το όπλο της για να επιβιώσει και για να ερμηνεύσει ανθρώπινες συμπεριφορές.

Μέσα στη μοναξιά της, θα προσπαθήσει να σπάσει τον ασφυκτικό κλοιό και να συνδεθεί με ανθρώπους, θα ερωτευτεί, θα προδοθεί, θα πονέσει, θα απελπιστεί. Στην πορεία του βιβλίου θα κατηγορηθεί και για το φόνο του αγαπημένου της που την πρόδωσε- τα κεφάλαια με την περιγραφή της δίκης αυξάνουν την ένταση και απογειώνουν το ενδιαφέρον. 

Είναι ένα κορίτσι ολομόναχο που νιώθει ότι δεν το αγαπάει κανείς. Που έχει μάθει να θρυμματίζει τα συναισθήματά της για να αυτοπροστατεύεται και να επιβιώνει. Ερωτεύεται δίνοντας κάθε φορά ένα κομμάτι της που νιώθει ότι δεν παίρνει πίσω ποτέ κι αυτό την ταράζει. Την αγαπάς πολύ ως αναγνώστης. Θες να την κρατήσεις στην αγκαλιά σου, να της ψιθυρίσεις πως θα μείνει κοντά της και δε θα φύγεις, να την χαιδέψεις, να γνωρίσεις τον κόσμο της, να της ζητήσεις να σου μάθει τα μυστικά του βάλτου. Η γραφή της Όουενς είναι τόσο τρυφερή, που χωρίς να γίνεται μελοδραματική, σου σπάει την καρδιά και σε κάνει να σκεφτείς πως είναι να γεννιέται κανείς και να μεγαλώνει σ έναν εχθρικό κόσμο και πως διαμορφώνεται η ψυχοσύνθεση και η κοινωνική του συμπεριφορά. Η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου είναι άψογη και οι ποιητικές αναφορές που παρεμβάλλονται μέσα στο βιβλίο προσθέτουν στην αλληγορική και παραμυθένια ατμόσφαιρα του βιβλίου. 


- Διαβάζεις Κάια. Από δω και πέρα, πάντα θα μπορείς να διαβάζεις.
- Δεν είναι μόνο αυτό. Η φωνή της ήταν σχεδόν ψιθυριστή. Δεν το  ξερα πως οι λέξεις μπορούν να χωράνε τόσο πράμα. Δεν το χα φανταστεί πως τα λόγια μπορούν να είναι έτσι γεμάτα.
Ο Τέιτ χαμογέλασε. 
- Πολύ ωραία φράση. Αλλά δεν χωράνε οι λέξεις τόσα πολλά. 


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Javier Marias- Ερωτοτροπίες

Ο Χαβιέ Μαρίας αποτελεί έναν από τους αγαπημένους- λατρευτούς μου συγγραφείς- κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, δηλώνω απερίγραπτα και παντοτινά ερωτευμένη με τη γραφή του. Απ΄ όταν διάβασα το "καρδιά τόσο άσπρη", μαγεύτηκα, καθηλώθηκα. Συνέχισα με το "αύριο στη μάχη να με σκεφτείς", που θεωρώ ως τώρα το καλύτερο του βιβλίο. Και για να απολαύσω αργά και βασανιστικά τον έρωτά μου, κάθε τόσο ανατρέχω σε ένα από τα έργα του- ευτυχώς έχει πολλά ακόμα!


Ο Χαβιέ Μαρίας γράφει εντελώς αντισυμβατικά- ο λόγος του είναι μακροπερίοδος, μοιάζει να αδιαφορεί για το ποιά λέξη να βάλει που, για το αν πλατιάζει, για το αν έχει πλοκή η ιστορία, είναι καλλιτέχνης, ατόφιος και μοναδικός. Σε βάζει σ έναν δικό του κόσμο, μια ψυχεδελική κατάσταση- κατασκευάζει μια απλή πλοκή, φαινομενικά επίπεδη και σου μιλάει ψυθιριστά, σε απομονώνει από το περιβάλλον και "ερωτοτροπεί" με το μυαλό, την ψυχή και τις σκέψεις σου. Μιλάει για σένα, είναι το  καταφύγιο σου.

Αυτά για τον έρωτά μου!

Πάμε τώρα στο βιβλίο.

Η Μαρία Ντολθ, η κεντρική αφηγήτρια, συχνάζει σε ένα καφέ και κάθε μέρα πριν πάει στη δουλειά της, παρατηρεί ένα ζευγάρι παντρεμένο με παιδιά, που μοιάζει πολύ ερωτευμένο. Εκείνη είναι υπάλληλος ενός εκδοτικού οίκου, λείπει από τη ζωή της ο έρωτας και η συντροφικότητα και γι αυτό τη συγκινεί ο δεσμός του ζευγαριού αυτoύ. Μια μέρα ξαφνικά, ο άντρας δολοφονείται. Η Μαρία σπεύδει να γνωρίσει τη σύζυγό του, στην οποία προσπαθεί και να συμπαρασταθεί. Σε μια συνάντηση στο σπίτι της, γνωρίζει και τον καλύτερο φίλο του εκλειπόντα, τον Χαβιέ Ντίαθ Βαρέλα. Εκείνη τον ερωτεύεται, για εκείνον είναι μια εφήμερη σχέση, μιας και ο απώτερος σκοπός του είναι να κερδίσει τη Λουίζα, τη χήρα του κολλητού του και για να το επιτύχει αυτό  οδηγείται σε πράξεις αποτρόπαιες. 

Ο συγγραφέας καταπιάνεται με δυο βασικά θέματα: τον έρωτα και το θάνατο και μοιάζει να είναι και τα δυο όψεις του ίδιο νομίσματος. Μιλάει επίσης για το πένθος και τα στάδιά του. Πόσο οδυνηρό είναι στην αρχή, πως μαλακώνει με τον καιρό, πως ο άνθρωπος συμβιβάζεται και τελικά αντέχει την απώλεια, σε σημείο που μοιάζει εφιαλτικό να επέστρεφε ο νεκρός στη ζωή. Μιλάει για τον αργό και τον ξαφνικό θάνατο. Για το πως ο ξαφνικός θάνατος, πέρα από το σοκ που επιφέρει, είναι προτιμότερος καθώς σε κανέναν δεν αξίζει να αργοσβήνει και να βιώνει τον εφιάλτη του σταδιακού του χαμού.

"Δεν τολμά κανείς να ευχηθεί τον θάνατο κανενός, πόσω μάλλον κάποιου κοντινού προσώπου, αλλά διαισθάνεται πως, αν κάποιος συγκεκριμένος πάθαινε ατύχημα, ή αρρώσταινε θανάσιμα, κάπως θα βελτιωνόταν το σύμπαν ή, πράγμα που κάνει το ίδιο για τον καθένα, η προσωπική του κατάσταση. Αν εκείνος ή εκείνη δεν υπήρχαν, μπορεί να σκεφτεί κανείς, πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα, τι βάρος θα έφευγε από πάνω μου, θα τελείωναν τα βάσανά μου, ή η αφόρητη δυσφορία μου, ή πόσο θα ξεχώριζα εγώ. "

Ο έρωτας είναι πανταχού παρών στο βιβλίο. Απασχολεί έντονα τον συγγραφέα, μοιάζει να αναμασά τα ίδια και τα ίδια, για να τα εμπεδώσει, να τα εμπεδώσουμε κι εμείς και να του κάνουμε παρέα στις εμμονές του. Ο έρωτας μοιάζει με ψυχική νόσο που οδηγεί στο παράλογο και στα άκρα. Από τη μια ο εκπληρωμένος έρωτας που έχει γίνει υγιής αγάπη και αποτυπώνεται στο ερωτευμένο ζευγάρι με τρυφερότητα και υγιή επικοινωνία. Στον αντίποδα, ο ανεκπλήρωτος έρωτας που ταλαιπωρεί και πληγώνει τον άνθρωπο και τον κάνει να μηχανεύεται διάφορα και να ξεπερνάει τον εαυτό του, να αδιαφορεί για τους κανόνες και τα πρέπει, να καταργεί τα εμπόδια, με σκοπό την κατάκτηση του αντικειμένου του πόθου και την εκπλήρωση των επιθυμιών του. Η έλξη που αισθάνεται η Μαρία για τον Χαβιέ, η πάλη της, οι ελπίδες της κάθε φορά που τον συναντούσε και το πως υποτάσσεται σ εκείνον, δεχόμενη ότι είναι δοσμένος σε μια άλλη γυναίκα, μόνο και μόνο για μερικές λαμπερές στιγμές ευτυχίας. Οι ήρωες του Χαβιέ Μαρίας είναι τρωτοί άνθρωποι, δοσμένοι στα πάθη τους, χωρίς αυτοπροστασία, ευάλωττοι και ζωντανοί, και τελικά ακαταμάχητα γοητευτικοί.


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Stefan Zweig- Ταξίδι στο παρελθόν

Ο Στέφαν Τσβάιχ είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς. Με συγκινεί βαθιά η ιστορία του, η γραφή του, η ψυχή του που αισθάνομαι να ξεδιπλώνεται σε κάθε του έργο και μέσα από τα πρόσωπά τους. Οι ήρωες του Τσβάιχ είναι μελαγχολικοί άνθρωποι, που δεν χωράνε στον εαυτό τους, που βασανίζονται από θέματα υπαρξιακά και μεταφυσικά, βαθιά μόνοι και απροσπέλαστοι, μέσα στην κοινωνία αλλά και έξω από αυτή, σαν θλιμμένοι παρατηρητές μιας ζωής που περνάει, που τους ξαφνιάζει, που τους συγκλονίζει ως τα τρίσβαθα της ψυχή τους. Με ευαισθησίες μεγάλες, με εσωτερικές πιέσεις αφόρητες, δε βρίσκουν ποτέ την ευτυχία, κουβαλάνε ως το τέλος της ζωής τους το σταυρό της διαφορετικότητάς τους και πληρώνουν το τίμημα. Πως θα μπορούσαν άλλωστε να είναι, όταν όλα του τα έργα είναι τοποθετημένα στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και οι ήρωές του καλούνται να επιβιώσουν σ έναν κόσμο που καταρρέει από το μίσος, το φόβο και την παραφροσύνη.

O Λούντβιχ είναι ένας νεαρός μηχανικός, φτωχός και περήφανος. Με μεγάλη δυσκολία δέχεται να προσφέρει τις υπηρεσίες του, μένοντας στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου εργοδότη του στη Φρανκφούρτη. Εκεί συναντά τη σύζυγο του αφεντικού του και ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια δυνατή έλξη, που δεν εκδηλώνεται ως τη στιγμή που ο Λούντβιχ αναγκάζεται να φύγει στο Μεξικό, ως επικεφαλής μιας επιχείρησης εξόρυξης πολύτιμων μεταλλευμάτων. Αντιμέτωποι με το χωρισμό, το πάθος τους θεριεύει και εκδηλώνεται. Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος θα τους κρατήσει μακριά και θα ξανασυναντηθούν εννέα χρόνια μετά, συνταξιδιώτες σ ένα βαγόνι τρένου, τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί.

"Δεν την τράβηξε εκείνος πάνω του, δεν τον τράβηξε εκείνη πάνω της, σαν να τους είχε παρασύρει κάποια θύελλα, ο ένας μαζί με τον άλλο, ο ένας μέσα στον άλλο, όρμησαν σε μια απύθμενη άβυσσο του ασυνειδήτου, και το να βυθίζονται εκεί μέσα ήταν κάτι σαν γλυκιά λιποθυμία που συγχρόνως τους έκαιγε- εκπυρσοκρότησαν συναισθήματα που συσσωρεύονταν για καιρό, με πυροκροτητή τον μαγνήτη της σύμπτωσης, μέσα σε μια και μοναδική στιγμή."

Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία, η οποία δίνει έμφαση στο βαθύ τραύμα που προκαλείται, όταν ο άνθρωπος δεν καταφέρνει να εκπληρώσει ένα ζωντανό και παλλόμενο συναίσθημα, το οποίο είναι καταδικασμένο να χαθεί. Η οδύνη που προκαλείται, ο πόνος, η προσπάθεια των ερωτευμένων να κρατήσουν ζωντανή την ανάμνηση του για να είναι έτοιμοι τη μέρα που θα ξανασυναντηθούν καθώς δεν μπορεί, δε γίνεται να μην έρθει αυτή η μέρα, όταν όλο τους το είναι διακατέχεται από ένα συναίσθημα τόσο ορμητικό και απόλυτο, σαν να τους έκλεισε το μάτι η ζωή και να τους καλωσόρισε σ έναν επίγειο Παράδεισο, που όμως δεν κατάφεραν εντέλει ποτέ να κατοικήσουν. Πως ο άνθρωπος ονειρεύεται ξύπνιος- πως βρίσκει καταφύγιο στη σκέψη του για να ζωντανέψει στο σώμα του την αίσθηση του άλλου. Και η τραγικότητα στη συνάντησή τους εννέα χρόνια μετά, όταν πια δεν είναι ίδιοι, είναι σκιές του εαυτού τους, όταν η Γερμανία είναι ρημαγμένη και νεαροί με σβάστικες παρελαύνουν, όταν και οι ίδιοι συντετριμμένοι συνειδητοποιούν πόσο έχουν αλλάξει- πως ένας πόλεμος αλλοιώνει, στραγγίζει, αφανίζει τον άνθρωπο.

"Δεν είναι στο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης να ζει μόνο με τις αναμνήσεις, και όπως τα φυτά και όπως κάθε δημιούργημα της φύσης χρειάζονται τη θρεπτική δύναμη της γης και φως από τον ουρανό ώστε τα χρώματά τους να μη ξεθωριάσουν και τα πέταλά τους να μη μαραθούν και πέσουν, έτσι ακόμα και τα όνειρα, ακόμα κι αυτά μοιάζουν υπερφυσικά, χρειάζονται μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφής από τις αισθήσεις, πρέπει να υποβοηθούνται τρυφερά και με εικόνες, διαφορετικά το σώμα τους αραιώνει και η λάμψη τους χάνεται."

Ο Τσβάιχ είναι ένας δεξιοτέχνης της αφήγησης, βουτάει στα τρίσβαθα της ψυχής, περιγράφει το συναίσθημα του έρωτα από την γέννηση ως τη συντριβή του με μια συναισθηματική ασυγκράτητη πληθωρικότητα, που σε συγκλονίζει.