Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Σε είδα


Στον ηλεκτρικό. Ανέβηκες στο Ηράκλειο, κατέβηκες Βικτώρια. Φαινόσουν κουρασμένος, ταλαιπωρημένος. Δε σε χωρούσε ο τόπος. Μιλούσες στο κινητό. Με τρεμάμενη φωνή, γεμάτος αγωνία, ζήτησες από ένα φίλο σου να σου δανείσει 20 ευρώ. Δεν είχε ή δεν μπόρεσε να σου δώσει. "Και τί θα πάω στα παιδιά μου;", είπες κι έκλεισες το τηλέφωνο. Ένας λιγμός ανέβηκε από τα σωθικά σου. Κοιτούσες προς τα πάνω το σχεδιάγραμμα με τις στάσεις του μετρό και η μάτια σου γέμισε δάκρυα. Με τα δάχτυλά σου έσφιγγες δυνατά τα μάτια σου και δάγκωνες τα χείλη σου για να σταματήσεις να κλαις. Να μη σε δουν να λυγίζεις. Σε κοιτούσα και ήθελα να σε αγκαλιάσω. 

Ένα νεαρό κορίτσι που όριο περίμενε να κατέβει σε παρατηρούσε. Σε κοιτούσα καρφωτά στα μάτια. Με καθαρή ματιά. Λίγο πριν κατέβεις σου άπλωσα το χέρι μου με ένα δώρο. Το χέρι σου αγκάλιασε τον καρπό μου. Χαμογέλασες. Χάρηκα τόσο πολύ. 

Απρογραμμάτιστα

Ξέρω καιρό έχεις να με ακούσεις. Είναι η καθημερινότητα έτσι. Δουλειά αρκετή, κούραση, υποχρεώσεις. Πού χρόνος; Είναι και που προσπαθώ να κρατήσω απόσταση από το συναίσθημά μου. Αυτό το συναίσθημα.. Όταν με καταπίνει με κάνει τέρας, όταν με αγγίζει απαλά με κάνει ερωτεύσιμη, όταν το παρατηρώ αποδυναμώνεται, όταν το κρίνω με κουρελιάζει κι όταν το καλοδέχομαι με κοιτάζω στον καθρέφτη.

Έχεις γενέθλια σήμερα. Μεγαλώνεις ένα χρόνο. Δεν έχεις γυρίσει ακόμα από τη δουλειά και το πρωί δεν πρόλαβα να σου πω χρόνια πολλά. Εγώ μόλις επέστρεψα, είχα κουραστική μέρα. Κάθομαι στο τζάκι να καπνίσω ένα τσιγάρο κι έχω βάλει μουσική να με ηρεμήσει. Θυμάμαι έντονα τα  προπέρσινά σου γενέθλια. Ήταν Κυριακή και είχαμε πάει στο εξοχικό σου. Σου είχα φτιάξει τάρτα λεμονιού και σου είχα κάνει δώρο τα γυαλιά ηλίου που σε είχα παρατηρήσει να χαζεύεις σε μια βιτρίνα. Με πήρες και πήγαμε βόλτα στη θάλασσα. Ήταν μια φωτεινή κρύα μέρα. Ήλιος με δόντια. Μου έδωσες το μπουφάν σου να ζεσταθώ. Και περπατούσαμε κατά μήκος της παραλίας. Σταθήκαμε για ώρα αγκαλιασμένοι να βλέπουμε τη γκρίζα θάλασσα και να βγάζουμε φωτογραφίες. Ήμουν άβαφη και απεριποίητη και δεν ήθελα πολλές. Μα έμελλε να είναι μέχρι σήμερα οι ομορφότερές μας λήψεις. Όπως εκείνη η φωτογραφία με τα χαμογελαστά πρόσωπά μας που εκτύπωσα δυο φορές, μια για το δικό σου πορτοφόλι, μια για το δικό μου. Και μετά σου ζήτησα να γυρίσεις σπίτι μόνος σου. Γιατί η γκρίζα θάλασσα και το συναίσθημα που μοιραστήκαμε γέννησαν μια ιστορία μέσα μου, που έψαχνε να αποτυπωθεί. Θυμάμαι ακόμα πόσο γελάσαμε όταν έβγαλα κάτι κίτρινα post it χαρτάκια από την τσέπη μου κι ένα bic στυλό στα τελειώματα-που ευχόμουνα να φτάσει το μελάνι του μέχρι οι σκέψεις μου να γίνουν λέξεις. Με άφησες πράγματι χωρίς περιστροφές. Ήξερες πάντα να μου δίνεις χώρο να ανασαίνω. Η ψυχή σου που ήταν πούπουλο ήταν και ο λόγος που σε ερωτεύτηκα.

Πάρε με αγκαλιά τώρα. Χωρίς να πεις τίποτα. Μόνο να με αγγίξεις και να σε αγγίξω. Κι ας μην είναι πλέον τόσο ανάλαφρες οι ψυχές μας. Να θυμηθώ την αφή σου, το άγγιγμά σου. Να μοιραστούμε μια σιωπή. Οι κουβέντες με κούρασαν. Οι λέξεις με φυλακίζουν. Δε με χωράνε πια. Με αναγκάζουν να χωράω στο νόημά τους. Πόσο καιρό έχεις να με αγγίξεις στ αλήθεια; Χανόμαστε και φοβάμαι.

Ξεκινήσαμε ερωτευμένοι με στόχο να μη μοιάσουμε στους έρωτες που κάθε δυο χρόνια τελειώνουν και να καταρρίψουμε τους κανόνες. Με κάτι να καίει την ψυχή σου με κάτι άλλο να καίει τη δική μου και με πίστη ότι μπορούμε να βρούμε την άκρη παρέα. Πάντα αυτό αγαπούσες. Μια αντάρα είχες στα σωθικά σου και στο βλέμμα σου και με κάλεσες κοντά σου. Γιατί την ίδια αντάρα φιλοξενώ μέσα μου σ’όλη μου τη ζωή. Οπότε πώς να μη σε πλησιάσω όταν την αναγνώρισα;

Και τώρα μας βλέπω να γινόμαστε πρωταγωνιστές του γνωστού έργου. Προχτές έπλενα τα πιάτα και έκλαιγα. Με ρώτησες τι είχα, σου είπα πως δεν έχω τίποτα, πως απλά η κούραση με έχει καταβάλλει. Τόσο σε ενδιέφερε και σένα και με πίστεψες. Μόνο που είχα. Και δεν το έκανα για να κερδίσω την προσοχή σου, δεν το έκανα για να με λυπηθείς. Το έκανα για το χαμένο συναίσθημα που κάποτε με δρόσιζε και έφτασε να με πνίγει. Γιατί κι εμένα με έπνιγες κι ας μην ήθελα να το παραδεχτώ. Γιατί κι εγώ σε παραμέλησα. Γιατί κι εγώ δε νοιαζόμουνα πια να γυρίσω νωρίς το βράδυ και να σε καληνυχτίσω με ένα φιλί. Γιατί κι εγώ δεν έψαχνα τις αργίες και τα σαββατοκύριακα προορισμούς να χαθούμε οι δυο μας κάπου. Γιατί κι εγώ δε σου μαγείρευα πια με την ίδια χαρά, με το ίδιο ενδιαφέρον για το αν σου αρέσουν οι γεύσεις μου. Γιατί τα έκανα μηχανικά πια όλα. Το «Δεν πειράζει» αντικατέστησε το «θέλω». Το «ας το για αύριο» πήρε τη θέση του «φεύγουμε;».

Πού πάει ο έρωτας όταν φεύγει; Απομυθοποιείται μέσα μου με τα χρόνια. Γιατί τι είναι έρωτας; Οι πρώτες στιγμές, οι πρώτες αγκαλιές, η αίσθηση ότι αυτή τη φορά θα ναι διαφορετική και ότι δε μοιάζει με τις υπόλοιπες, τα πρώτα ταξίδια, οι εξομολογήσεις, η κλωστή που ξετυλίγουν δυο άνθρωποι και η ιστορία που γράφουν σε κοινό χαρτί ο καθένας με τη δική του πένα. Μετά από λίγο πέφτουν οι μάσκες, απογυμνώνονται οι ψυχές, φανερώνονται οι χαρακτήρες. Κι εκεί είναι που μπορεί να δειλιάσεις. Γιατί εκεί κοιτάς τον άλλο στα μάτια και την ψυχή σου στον καθρέφτη σου. Κι εκεί είναι που αν δεν έχεις μάθει να αγαπάς τον εαυτό σου, δεν μπορείς, δυσκολεύεσαι να αγαπήσεις τον απέναντι. Στην πρώτη πτώση συναντάς τη συνήθεια. Αλλά εκεί ακόμα το παλεύεις. Αργότερα φόβοι. Ξυπνούν τα λιοντάρια σου και καραδοκούν. Ή θα τα εξημερώσεις ή θα σε κατασπαράξουν. Κι εσένα και τον άλλο. Όλοι οι φόβοι εκεί. Χωρίς προστασία. Δεν υπάρχει πλέον αμπαλάζ. Μόνο αλήθεια. Είναι εκεί που το υλικό σου, το είναι σου, η ψυχή σου αρχίζουν να τρέφονται από τους δαίμονές τους. Να εύχεσαι να μην είναι η πρώτη φορά που τους συναντάς. Και να έχεις φροντίσει όταν τους συνάντησες, να προσπάθησες να τους αντιμετωπίσεις.. Και στοίχημά σου είναι αν θα ανοιχτείς ή αν θα φυλακιστείς σε κάγκελα. Αν θα συνεχίσεις στο μαζί ή στο μόνος σου. Αναγκαία συνθήκη ελέγχου; Όχι η έλξη, όχι η ένταση, όχι η διαφορετικότητα, όχι τα κλισέ. Η εκτίμηση στον άλλο. Το «σε εκτιμώ βαθειά», το «σε παραδέχομαι». Αυτό μόνο μπορεί να κρατήσει τη σχέση ζωντανή και να δώσει χώρο στην αγάπη. Αγάπη ε; Έρχεται στο νου μου η ατάκα μιας παράστασης που παρακολούθησα μόνη μου, χωρίς εσένα, χωρίς τις φίλες μου τον περασμένο μήνα. « Η αγάπη είναι ο φόβος που μας κρατάει ενωμένους». Λες;

Πέρασε η ώρα. Χτυπάει η ήχος του sms στο κινητό μου. Σε λίγο έρχεσαι μου λες. Διαβάζω στα γρήγορα τι σου έχω γράψει. Τι είναι αυτά τώρα; Σκέψεις ανούσιες, βλακείες! Απαπα! Διπλώνω το χαρτί και το καταχωνιάζω στην τσάντα μου. Μαζί με πολλά άλλα που κρατάω κρυμμένα. Τί έχω άραγε στο ψυγείο; Το σουπερ μάρκετ δεν το πρόλαβα ανοιχτό μα είμαι σίγουρη ότι κάτι θα βρω να φτιάξω. Ένα ποτήρι κρασί κι ένα γρήγορο γεύμα. Κι αν δεν έχω τίποτα, θα παραγγείλω τα αγαπημένα μας. Θα βαφτώ και απαλά, λίγο κραγιόν στα χείλη μου που θα σου χαμογελάσουν. Και θα σου ευχηθώ με όλη μου την καρδιά.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Δως μου μια μέρα σου

Μόνο μια σου μέρα.
Και θα σου δώσω κι εγώ τη δική μου. Να φύγουμε.

Μη με ρωτήσεις που. Μου αρκεί να φύγουμε. Και μην το πάρεις πάνω σου, συνήθως φεύγω μόνη αλλά για σένα είπα να κάνω μια εξαίρεση. Έρθεις δεν έρθεις, εγώ θα φύγω.

Το που θα το διαλέξεις εσύ. Ξέρεις ότι μου αρέσει να σ’ ακολουθώ.  
Πάμε από το πρωί ως το βράδυ. Ή και ως το επόμενο πρωί. Μικρή σημασία έχει.
Φτάνει να είσαι και να είμαι εκεί.
Να βλέπω πως φαίνεσαι κάτω από το διαφορετικό φως κάθε στιγμής της μέρας και να καρφιτσώνω τη στιγμή στο μυαλό μου.

Γιατί με τις στιγμές μου ζω, ή μάλλον με τις αναμνήσεις τους. Κι έχω επιλεκτική μνήμη, ξέρεις. Συνήθως η μνήμη μου συγκρατεί μικρές στιγμές. Δευτερόλεπτα που μέσα μου άγγιξαν το αιώνιο και συνεχίζουν, έτσι όπως ανακυκλώνονται μέσα στο μυαλό μου. Σαν τότε που σε αγκάλιασα πρώτη φορά εκεί που δεν το περίμενε κανείς από τους δυο μας, θυμάσαι; Ή τότε που τα χέρια μου ένιωσαν το χάδι σου και πήρε φωτιά ο καρπός μου.

Στο θέμα μας όμως. Σου προτείνω να φύγουμε. Θα περπατάμε μαζί και θα μας χτυπάει ο αέρας σε ένα τοπίο ή άγνωστο ή και γνώριμο ακόμα που ίσως και ποτέ δεν παρατήρησα. Όπως μου αρέσει πάντα να κάνω όταν η καθημερινότητα αρχίζει να με βαραίνει. Ή όταν τα προβλήματα γιγαντώνονται μέσα στο μυαλό μου και ξεσπάω. Ένας αέρας να με παίρνει και να με σκορπάει σαν να μου θυμίζει την τάξη και τη θέση των πραγμάτων, σαν να μου δείχνει την αέναη κίνηση και πνοή στη φύση, εκεί που τίποτα δε σταματάει να υπάρχει και που παντού βρίσκεις μια ομορφιά να σε τυλίξει. Στα χω ξαναπεί το ξέρω, μα θέλω και να το μοιραστούμε, μη μείνουμε μόνο στη θεωρία.

Θέλω να σου μιλήσω για όλα αυτά που κρυμμένα κρατώ. Για όλα αυτά που δε μου φτάνει ο χρόνος. Για το φόβο που ξορκίζω κάθε μέρα. Για το ότι κουράστηκα να πρέπει να περιορίζω τη σκέψη μου και να την τυποποιώ. Με έναν ψυχαναγκασμό παντού να κάνουμε αυτό που πρέπει, ξεχνώντας και απωθώντας αυτό που θέλουμε από φόβο να μας ακούσουμε στ' αλήθεια. Η ψυχή πάντα ξέρει, πάντα σε οδηγεί και δεν την ακούς, δεν την ακούω. Ένας αέναος αγώνας προσδιορισμού του σωστού και του λάθος. Μια σκιά που τρέχει μπροστά σου κι εσύ κυνηγάς να τη φτάσεις.

Πόσο θα θελα να μη φοβάμαι. Πόσο θα θελα να έχω επαφή με μένα.
Έτσι θα καταλάβαινα κι εσένα  καλύτερα. Και τα τείχη που μας χωρίζουν θα γκρεμίζονταν.

Το πιο απλό μου λες είναι και το πιο δύσκολο. Και συμφωνώ. Από άρνηση και φόβο δώσαμε έμφαση στις λέξεις για να καλύψουν την αδυναμία μας. Όλο και πιο σύνθετες, όλο και πιο δύσκολες, χάνουν το νόημα τους. Προσπαθούμε να μάθουμε και καταλήγουμε να μην ξέρουμε τίποτα. Αν σήμερα ήταν η τελευταία σου μέρα ζωντανός, θα άλλαζες τις πράξεις σου; Υπάρχουν άνθρωποι που δε γνωρίζουν στο τώρα σου τι αισθάνεσαι για αυτούς; Ξέρεις πόσος κόσμος θα έδιωχνε μακριά τις λέξεις και θα χανόταν σε αγκαλιές αν μιλούσε με την καρδιά του; Αυτή η γλώσσα κρύβει λέξεις που τις νιώθει η ψυχή όταν τις μοιράζεται. Λέξεις που δεν ακούγονται, μένουν για πάντα ανείπωτες. Μα βάλαμε οι άμυνες μπροστά και κλειδώσαμε τα κάστρα μας. Με πρόσχημα την προστασία από το κακό. Και τι είναι το κακό για να το φοβάσαι τόσο; Το γνώρισες; Το γνώρισα; Μέσα σου δε βρίσκεται κι αυτό; Αν δεν το είχες, δε θα το αναγνώριζες. Άρα γιατί να αντισταθείς να το παρατηρήσεις όταν το δικό σου σκοτάδι κοιτάει στα μάτια τον καθρέφτη του; Είσαι από φως κι από σκοτάδι. Το τι θα αφήσεις ελεύθερο κάθε φορά είναι δική σου επιλογή. Αν και ποτέ δεν πείστηκα ότι υπάρχουν δυο επιλογές. Υπάρχουν  όσες δημιουργούμε.

Πόσο ωραία με κοιτάς τώρα. Πόσο ωραία σε κοιτώ. Άρα κοιταζόμαστε.
Σαν υπάρξεις, χωρίς  προσδοκία και νόημα.
Άλλη μια στιγμή που θα κρατήσει για πάντα η μνήμη μου.

Εσένα θέλω να σε κοιτώ πάντα στα μάτια. Για να σε καταλαβαίνω. Να κοιτώ εσένα και όχι τις προβολές του εγώ μου σε εσένα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσω τον εγωισμό μου ότι και σε άλλη ψυχή υπάρχει ένα κομμάτι μου. Αν υποθέσουμε ότι κανείς μπορεί να γλιτώσει από αυτό. Όμοιος, ομοίω. Στο οικείο πας, στο γνώριμο, στον καθρέφτη σου. Κι αν θες να σαι τίμιος και δε βολεύεσαι στα εύκολα, θα κάνεις δουλειά με τον καθρέφτη σου και θα σου προκύψεις καλύτερος. Αν όχι, θα εγκαταλείψεις. Και πάλι από την αρχή μετά.

Θέλω να σε γνωρίσω. Όπως είσαι, όπως σκέφτεσαι. Με δεδομένο κανένα, με το φόβο μακριά, με την προσδοκία στην άκρη. Κι εσύ το ίδιο να κάνεις. Και μη μας διευκολύνεις καθόλου σ΄ αυτό ακολουθώντας το φαινομενικό και όχι το αληθινό. Θέλω να σπάσω τη βιτρίνα σου. Κι εγώ με τη σειρά μου να σου φανερώσω την αλήθεια μου. Δε θα βιαστώ καθόλου. Ούτε εσύ. Να έρχεσαι και να με καλλείς κοντά σου σα χάδι απαλό, από αυτά που λατρεύουν τα μαλλιά μου.

Δε θέλω να γίνουμε ένα. Στους δυο μας πιστεύω. Σε σένα και σε μένα. Δυο ευθείες που θα τέμνονται για μαγικές στιγμές.

Και τώρα θέλω να σου δώσω ένα φιλί. Ο λαιμός μου να αισθανθεί την ανάσα σου και το μυαλό μου να διώξει τις σκέψεις μακριά. Να μου θυμίσεις πόσο απελευθερωτικό είναι όταν αποχωρίζομαι το φόβο και σε αφήνω να με κυριεύσεις ολόκληρη, κάνοντας έρωτα στο υποσυνείδητό μου. Τα μάτια μου να κλείνουνε καθώς ψιθυρίζεις στο σώμα μου συλλαβές ηδονής.

Φεύγουμε;








Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Να σου πω μια ιστορία;

Ξέρεις ότι έτσι ξεκινάω πάντα. Έτσι σου πιάνω κουβέντα. Βρίσκω λέξεις, φτιάχνω εικόνες, κατασκευάζω ήρωες. Η αφετηρία είναι κοινή. Το μυαλό πυροδοτεί να πάρω στα χέρια μου τετράδιο και στυλό και να ξεκινήσω. Όταν, σε ανύποπτο χρόνο και χώρο, το επισκέπτονται τα φαντάσματά του και ψάχνει γωνιά να ανασάνει. Μην τρομάζεις με τη λέξη φαντάσματα. Με μερικά γίνομαι φίλη όσο περνάει ο καιρός.
Δεν κοιμάμαι πολύ τελευταία. Δε με πειράζει, ούτε επιδρά αρνητικά στη λειτουργικότητά μου. Απλά έτσι στο αναφέρω. Μη σου πω ότι δεν το επιδιώκω κιόλας, όταν στις 12 τα μεσάνυχτα, φτιάχνω μια κούπα καφέ διπλό εσπρέσσο σκέτο, από αυτούς που σε κερνούσα και μου γκρίνιαζες γιατί τους ήθελες ελαφρύτερους. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον πετύχω όπως τον ήθελες. Μα ήταν, ευτυχώς, ένα από τα λίγα που μου συγχωρούσες.
Να σου μιλήσω θέλω μα ξέρω πως δε θα σε βρω. Και για να σου πω και την αλήθεια μου, έχει πάψει να με νοιάζει πια. Με ακούς; Και να μη μ’ ακούς τί έγινε, ο καφές μου είναι ακόμα ζεστός κι αν κρυώσει ή αν τελειώσει, θα φτιάξω άλλον. Άλλωστε πάντα ξεκινούσα για να σου μιλήσω αλλά κατέληγα να μη σε χρειάζομαι. Δε σου γύρισα ποτέ μου την πλάτη, δε με βολεύει η στάση αυτή μάλλον. Στα μάτια θα μπορώ πάντα να σε κοιτάζω, μα ίσως να μη με ενδιαφέρει αν θα με κοιτάς εσύ. Μην ανησυχείς, δε θα το καταλάβεις. Με εμένα που έμπλεξες, δε θα πληγωθείς ποτέ. Δε θα αισθανθείς ποτέ ανεπαρκής, θα ‘μαι πάντα η προβολή του ωραίου εαυτού σου. Του όμορφου, του γενναίου. Γι αυτό δε με διάλεξες άλλωστε; Aλλά κι όταν θα χάνεις τη γενναιότητα και την ομορφιά σου, εγώ θα γίνομαι άσχημη και δειλή. Είναι από τα λίγα που σου χω πει και μάλλον θα τηρήσω. Κι αν δεν το τηρήσω, τότε θα χω κάνει τη δική μου επανάσταση, που ωστόσο αργεί. Κι αυτό με θλίβει. Οπότε κοιμήσου ήσυχα.
Μου λες τελευταία ότι δε σε επισκέπτομαι συχνά. Ότι χάνομαι. Ναι έχεις δίκιο. Χάνομαι. Αλλά το ξέρεις ότι δεν αγαπώ τίποτα περισσότερο από τη μοναχικότητά μου. Και το αποδέχεσαι αυτό. Δεν ξέρω αν το αποδέχεσαι επειδή δε σε ενδιαφέρει ή επειδή το μοιράζεσαι μαζί μου. Πάλι αμφιθυμία ε; Εντάξει, σταματάω. Παράπονο εσένα να μη σε αγγίξει κανένα. Εγώ βάζω πλάτες και σ΄αυτό. Άσε  να βαραίνουν εμένα. Αντέχω εγώ.
Ξέρεις, σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να δραπετεύσω από αυτό που ονομάζουμε κανονικότητα. Και πάνω από όλα να αποδεχτώ τη δική μου μη κανονικότητα αλλά και τη μέτρια πραγματικότητά μου. Πάλεψα να βρίσκω ένα καταφύγιο στον ψεύτικο κόσμο, να μη γίνω σαν αυτούς που οι άλλοι θαυμάζουν κι εγώ τους λυπάμαι, να μη φοβάμαι, να μπορώ να απλώνω το χέρι και να δίνω χωρίς να τρέμω για το τί θα χάσω, να παλεύω με τους δαίμονες που με κυνηγούν κάθε στιγμή, να σωπαίνω στις φωνές που με ξεκουφαίνουν και μου κουράζουν την ψυχή, να παίρνω έμπνευση και παράδειγμα από τους ανθρώπους που θαυμάζω, να έχω χώρους να ανασαίνω και να εκφράζομαι.
Αλήθεια τί ανθρώπους θαυμάζεις; Εγώ τους ολόκληρους. Ξέρεις, αυτούς που τα χουνε βρει με τον εαυτό τους. Που κρατάνε καθαρό το νου τους από τα φαντάσματά τους, που βρίσκουν γαλήνη, ηρεμία, νηφαλιότητα, που δε μεγαλοποιούν καταστάσεις, δε μισούνε ούτε θυμώνουν, αγαπάνε τη σιωπή. Ξέρω τί θα σκεφτείς. Αν θαυμάζω αυτούς, πόσο πολύ αντιπαθώ εμένα. Ναι το χουμε πει αυτό. Ανέκαθεν με αντιπαθούσα λίγο. Κι άλλες φορές με παραδέχομαι. Μερικές φορές, μη φανταστείς. Ή τουλάχιστον προς αυτή την κατεύθυνση δουλεύω. Θες λίγο καφέ; Δε θα στον κάνω τόσο πικρό, στο υπόσχομαι.
Ένα αίσθημα ανικανοποίητου με κυνηγά. Η ανεπάρκειά μου πρόβλημα, η επιτυχία μου ποτέ δεν είναι αρκετή, η αποτυχία μου καταστροφή. Μεγαλύτερο εχθρό από εμένα, δεν είχα ποτέ. Γι αυτό κιόλας τί να φοβηθώ; Πόσο μπορείς να με πληγώσεις; Με σκοτώνω εγώ πρώτη, εύκολα κιόλας, με την πρώτη ευκαιρία. Μα ξεπετάγομαι πάλι.
Ξέρω έχεις κουραστεί να με ακούς. Πάντα κουραζόσουν. Και ποτέ δεν είχες χρόνο. Ποτέ όσο χρόνο χρειαζόμουνα εγώ.
Κουράστηκες, επιμένω. Φαίνεσαι. Την ιστορία θες. Μα άλλαξα γνώμη.
Θέλω εσύ να μου μιλήσεις. Για τις δικές σου στιγμές, τους έρωτές και τα ταξίδια σου.

Θα κάτσω σε μια γωνιά και θα σε ακούω. Και θα παρατηρώ τις εκφράσεις των ματιών σου, πώς γελάνε, πώς λυπούνται, πώς χάνονται, πώς πλήττουν. Και το λακάκι στο στόμα σου κάθε φορά που χαμογελάς. Και όταν τελειώσεις, αν μου έρθει, θα σε πάρω αγκαλιά.

Κι ας βρέχει

Μνήμες αλλοτινές απόψε ρυτιδώνουν τον ψίθυρο του δειλινού
Κομμάτια καθρέφτη που έσπασε η ματιά, μεθυσμένα αποζητούν τα δάκρυα
Δεν είναι η σιωπή που ζωντανεύει τις σκιές
Ούτε η βροχή που ξεπλένει τις ενοχές
Πέρασαν τραγουδώντας οι αγάπες
Σαν ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο, σαν τότε
Άκου! Δε σου μοιάζει με..
Σώπα! Η ανάσα σου θωπεύει τον παφλασμό των κυμάτων και το φεγγάρι τελεία στην τελειότητα
Mα δεν είναι που..
Ησύχασε πια! Εαρινό κατευώδιο οι αγάπες που χορεύουν
Όταν βρέχει οι χτύποι της καρδιάς πάνω στην πόρτα της αυγής είναι η ελπίδα
Το ξέρεις;
Το μαθες πως πέρα από την Ανατολή, εκεί που σμίγει το γέλιο με το δάκρυ
βάλσαμο πως είναι ο στεναγμός και λυτρωμός ο πόνος;
Ποιός θα σου πει για τα χρυσάφια και τ' ασήμια μιας μέρας που θα ρθει;
Ναι, έχεις σκοτίσει το φως κι ο δράκος φωλιάζει στη γωνιά
Τραγούδα με τις αγάπες, τραγούδα μ' αυτές κι ας φεύγουν
Μόνο το τραγούδι τους
Αυτό μαγικό ξόρκι, αυτό και κλειδοκράτορας
Κι ας βρέχει