Είναι κάποια βιβλία που τα κλείνεις, παίρνεις μια βαθειά ανάσα και χαίρεσαι που συναντηθήκατε, που ξέρεις πως θα τα θυμάσαι για πάντα, που σε έκαναν να σκεφτείς, που θαύμασες τη σκέψη του συγγραφέα και που τα κατατάσσεις στην κατηγορία των αναγνωσμάτων που ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει απολαύσει. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και η έρημος των Ταρτάρων.
Ο υπολοχαγός Τζοβάνι Ντρόγκο έχει πάρει την πρώτη του μετάθεση και εγκαθίσταται στο Οχυρό, ένα κάστρο στα βόρεια σύνορα, απροσπέλαστο από τους περισσότερους. Ο Ντρόγκο έχει όνειρα, φιλοδοξίες, οραματίζεται μια ηρωική καριέρα, έχει όλη τη ζωή μπροστά του να τη ζήσει ευτυχισμένος. Φτάνοντας στο οχυρό, ανακαλύπτει ότι είναι ένα μέρος ξεχασμένο από το Θεό και η πρώτη του αίσθηση είναι η ανάγκη να φύγει όσο γίνεται γρηγορότερα. Του ζητάνε να κάνει υπομονή λίγους μήνες και ο λοχαγός του εγγυάται ότι θα ανταμοιφθεί η υπομονή του καθώς το οχυρό θα δεχτεί επίθεση από τους Ταρτάρους, οπότε και θα δοξαστεί το όνομά του στους αιώνες των αιώνων. Περνάνε λοιπόν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι Τάρταροι δεν έχουνε φανεί και ο Ντρόγκο παραμένει εκεί, ξεχνάει την κοπέλα που είχε ερωτευτεί, μοιάζει να ξεχνάει και τους γονείς και το πατρικό του σπίτι στην πόλη, τους φίλους του αλλά και τις φιλοδοξίες του που μοιάζει όλο και πιο απίθανο να επιτευχθούν.
Οι Τάρταροι δεν εμφανίζονται ποτέ. Το ζήτημα όμως δεν ήταν εκείνοι. Το θέμα είναι η ζωή, η ματαιότητά της, η μοναξιά που μοιάζει να είναι η μόνη αλήθεια της ύπαρξης, η καθημερινότητα που σε κρατάει αδρανή, αιχμάλωτο, που όλο λες ότι θα κάνεις πράγματα, θα προχωρήσεις γιατί έχεις χρόνο, έχεις μια ολόκληρη ζωή, αλλά τελικά στα ίδια καταλήγεις. Και τα χρόνια περνάνε, οι δυνάμεις λιγοστεύουν, η νεότητα σου φεύγει και το μόνο καταφύγιο είναι η παραμονή στην ανία, στο γνώριμο, σ αυτό που ξέρεις και δεν το αλλάζεις και σε μια κρυφή ελπίδα μέσα σου πως οι Τάρταροι θα έρθουν και το σκηνικό θα μεταμορφωθεί. Είναι ένα βιβλίο που μιλάει με λόγια απλά, χωρίς φιοριτούρες και μεγαλοστομίες για αυτό που συμβαίνει στην άνθρωπο μέσα. Λίγο πολύ στον καθένα μας. Για τη ζωή που κυλάει μέσα μας και που πάντα ελλοχεύει μια υποψία μεγαλείου, ένα όνειρο, μια άπιαστη ευτυχία που καίει τα σωθικά μας, αλλά στην πορεία ξεχνάμε. Και για την αγάπη και τη συντροφικότητα που μοιάζει να είναι μια στιγμιαία ψευδαίσθηση για να κρατηθούμε ζωντανοί και να ξεφύγουμε από την ασύλληπτη μοναξιά μας.
"Δεν ήταν λοιπόν ο στρατιώτης που σιγοτραγουδούσε, όχι ένας άντρας ευαίσθητος στο κρύο, στις τιμωρίες και στον έρωτα, αλλά το εχθρικό βουνό. Τι θλιβερό λάθος, σκέφτηκε ο Ντρόγκο, ίσως όλα είναι έτσι, πιστεύουμε ότι γύρω μας υπάρχουν πλάσματα ίδια μ εμάς κι αντιθέτως δεν υπάρχει παρά πάγος, πέτρες που μιλάνε μια ξένη γλώσσα, ετοιμαζόμαστε να χαιρετήσουμε τον φίλο, αλλά το χέρι ξαναπέφτει νωθρό, το χαμόγελο σβήνει γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε εντελώς μόνοι".
Μια αριστουργηματική αλληγορία του Μπουτζάτι με έντονα καφκικά στοιχεία. Είναι ευκολοδιάβαστο, φιλοσοφημένο και εθιστικό. Ίδια κεντρική ιδέα με το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Μπέκετ και θυμίζει το "Περιμένοντας τους Βαρβάρους" του Καβάφη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου