Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Συζητήσεις με φίλους - Sally Rooney

Είναι  ένα από τα βιβλία που προσπάθησα πολύ για να το τελειώσω. Ένα από τα βιβλία που δε θα μου κέντριζαν το ενδιαφέρον να τα διαβάσω, αν δεν ήταν το βιβλίο του μήνα στη λέσχη ανάγνωσης στην οποία συμμετέχω. Ένα βιβλίο 350 σελίδων που μου πήρε 15 μέρες για να το τελειώσω.

Η Φράνσις είναι 21 ετών, ποιήτρια, κολλητή και πρώην ζευγάρι με την Μπόμπι. Μαζί δίνουν performance ποίησης, μέχρι που τις ανακαλύπτει η 37χρονη Μελίσσα, κριτικός λογοτεχνίας και τις καλλεί σπίτι της. Η Φράνσις και ο άντρας της Μελίσσα, ο Νικ, 32χρονος ηθοποιός, εμφανίσιμος και καταθλιπτικός, ερωτεύονται. Η Φράνσις και η Μπόμπι έρχονται αντιμέτωπη με τον χλιδάτο κόσμο της Μελίσσα και του Νικ σε μια πλούσια έπαυλη στη Γαλλία, όπου κάνουν όλοι μαζί διακοπές και βλέπουμε πως ξετυλίγεται ο παράνομος δεσμός της Φράνσις και του Νικ.

Η Φράνσις έχει έναν πατέρα αλκοολικό, μια μητέρα με την οποία διατηρεί μια χλυαρή σχέση, χωρίς εμπιστοσύνη, νιώθει μόνη και ανασφαλής, δεν ξέρει ποια είναι, προσπαθεί να προσδιορίσει τον εαυτό της μέσα από το πως καθρεφτίζεται στους άλλους, αλλά είναι και οι γύρω της ανασφαλείς, οπότε μπλέκεται σε ένα κουβάρι σκέψεων, αυτοαμφισβήτησης, σωματικού και ψυχικού πόνου που φτάνει ως τον αυτοτραυματισμό.
Ο έρωτάς της με το Νικ μοιάζει σαν έναν έρωτα καταδικασμένο, όχι μόνο λόγω του ότι ο Νικ είναι παντρεμένος με τη Μελίσσα, αλλά και γιατί είναι και οι 2 τους βαθιά τραυματισμένοι και ανασφαλείς, που όμως αρνούνται να το δουλέψουν, φοβούνται να αγαπηθούν σε βάθος και απλά αποσύρονται. 

Αυτό που με ενόχλησε περισσότερο στο βιβλίο είναι η γλώσσα. Είναι άτεχνη, επίπεδη, καθόλου δουλεμένη. Μοιάζει η συγγραφέας να αδιαφορεί συστηματικά να δώσει στην αφήγησή της ρυθμό, επίπεδα και εντάσεις. Οι χαρακτήρες είναι μάλλον αδιάφοροι και επιφανειακοί, χωρίς επαφή με το συναίσθημά τους, χωρίς επαφή με τη ζωή γενικότερα, ενώ το ότι έκανε το Νικ καταθλιπτικό που έχει νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική και τη Φράνσις να αυτοτραυματίζεται, είναι σαν μια προσπάθεια να δώσει στο μυθιστόρημά της τα "πιασάρικα" νοσήματα της εποχής. Τα emails που παραθέτει σε μια καθημερινή γλώσσα και πάλι δε με έπεισαν, ενώ οι διάλογοι Φράνσις- Νικ μοιάζουν αφύσικοι. 

Απορώ με το οπισθόφυλλο του βιβλίο, στο οποίο χαρακτηρίζεται ως ο νέος Τρούμαν Καπότε.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Κάποιοι άλλοι- Ιάκωβος Αλυφαντάκης


Ένας άντρας πέφτει νεκρός από τον ουρανό στην ταράτσα του σπιτιού του Βαγγέλη και της Μάρως στο Γκντανσκ, στην Πολωνία. Οικονομικοί μετανάστες, λίγα χρόνια παντρεμένοι, μετακόμισαν πρόσφατα εκεί. Η Μάρω είναι γιατρός και βρήκε εύκολα δουλειά, ο Βαγγέλης είναι δημοσιογράφος, απασχολούταν στο πολιτιστικό κομμάτι μιας εφημερίδας και βρέθηκε άνεργος. Ο νεκρός άντρας του γίνεται εμμονή και θέτει σκοπό της ζωής του να διελευκάνει το μυστήριο του θανάτου του. Ανακαλύπτει πως είναι Αμερικανός, ονομάζεται Ρέι Πάρκερ και μοιάζει η έρευνα για τους λόγους που οδήγησαν στο θάνατό του να είναι για το Βαγγέλη η κινητήριος δύναμη που θα θέσει ξανά σε κίνηση την αδρανοποιημένη και ματαιωμένη του ζωή.

Ο Βαγγέλης είναι ένας άνθρωπος της γενιάς μας, μορφωμένος, γαλουχημένος με την πεποίθηση των "άπειρων δυνατών εναλλακτικών" και του οράματος μιας ζωής γεμάτης από επιτυχίες, προσωπικές και επαγγελματικές. Βρίσκεται άνεργος εν μία νυκτί στην πιο παραγωγική του ηλικία, είναι παντρεμένος με μια γυναίκα επιτυχημένη, έχει έναν πεθερό στιβαρό οικονομικά, όχι τόσο επειδή το άξιζε, όσο επειδή του ήρθαν βολικά τα πράγματα την εποχή των παχιών αγελάδων, και εκείνος πνίγεται σ όλο αυτό το πλαίσιο από έναν ασίγαστο θυμό. Η ανεργία τον διαλύει, η αυτοεκτίμησή του καταρρέει, η αίσθηση ότι δεν είναι αυτοδύναμος τον βυθίζει όλο και περισσότερο σε μια απύθμενη τρύπα, "μια τρύπα που δεν πιστεύεις ποτέ ότι μπορεί να είναι τόσο βαθιά κι όμως εσύ πέφτεις όλο και περισσότερο, πότε με τα πόδια, πότε με το κεφάλι, αδυνατώντας να πιστέψεις πόσο διαρκεί κάθε στιγμή". Ο Ρέι Πάρκερ καθώς και η όμορφη Πολωνή, που πάνε μαζί για τρέξιμο, μοιάζουν να είναι για εκείνον σαν διαφυγές, ένας τρόπος να απασχολεί το μυαλό του για να μην παρακολουθεί το γάμο του που διαλύεται και τον ψυχισμό του που κλονίζεται.

Είναι ένα μυθιστόρημα για την κρίση, για τον τρόπο που μεγαλώσαμε, για τα όνειρα που είχαμε - δικά μας ή φορεμένα- ότι θα αποκτήσουμε εύκολα και απλά μια ευτυχισμένη ζωή με υλική ευμάρεια, σταθερότητα, όλα πλουσιοπάροχα στα χέρια μας, έναν ιδανικό κι ευτυχισμένο γάμο, κι όλα αυτά με τη βασική προσπάθεια. Και πως ο άνθρωπος ματαιώνεται όταν συγκρούεται με την κρίση, όταν μένει άνεργος, όταν ένας άντρας δεν μπορεί να στηρίξει οικονομικά το σπίτι του και πως αυτό μπορεί να κλονίσει ακόμα και το πιο αγαπημένο ζευγάρι. Οι περιγραφές του όταν του τελειώνουν τα λεφτά μετά από 14 μήνες και αναγκάζεται να "σκοτώσει" το αμάξι του ή το πως προσπαθεί να καταστρώσει τη μέρα του χωρίς να χρειαστεί να χαλάσει ένα ευρώ γιατι δεν το διαθέτει, είναι το πιο δυνατό κατά τη γνώμη μου κομμάτι στο βιβλίο.

Βρήκα λίγο αμήχανο και αδύναμο το πρώτο μισό του βιβλίου που επικεντρώνεται στην έρευνα για τη ζωή του Ρέι Πάρκερ. Μοιάζει να φλερτάρει με το αστυνομικό είδος- αλλά στερείται ρυθμού. Με κέρδισε μετά το πρώτο μισό, που επικεντρώνεται στον ήρωα και στη βαθιά υπαρξιακή του αγωνία.  


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Η έρημος των Ταρτάρων- Ντίνο Μπουτζάτι

Είναι κάποια βιβλία που τα κλείνεις, παίρνεις μια βαθειά ανάσα και χαίρεσαι που συναντηθήκατε, που  ξέρεις πως θα τα θυμάσαι για πάντα, που σε έκαναν να σκεφτείς, που θαύμασες τη σκέψη του συγγραφέα και που τα κατατάσσεις στην κατηγορία των αναγνωσμάτων που ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει απολαύσει. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και η έρημος των Ταρτάρων.

Ο υπολοχαγός Τζοβάνι Ντρόγκο έχει πάρει την πρώτη του μετάθεση και εγκαθίσταται στο Οχυρό, ένα κάστρο στα βόρεια σύνορα, απροσπέλαστο από τους περισσότερους. Ο Ντρόγκο έχει όνειρα, φιλοδοξίες, οραματίζεται μια ηρωική καριέρα, έχει όλη τη ζωή μπροστά του να τη ζήσει ευτυχισμένος. Φτάνοντας στο οχυρό, ανακαλύπτει ότι είναι ένα μέρος ξεχασμένο από το Θεό και η πρώτη του αίσθηση είναι η ανάγκη να φύγει όσο γίνεται γρηγορότερα. Του ζητάνε να κάνει υπομονή λίγους μήνες και ο λοχαγός του εγγυάται ότι θα ανταμοιφθεί η υπομονή του καθώς το οχυρό θα δεχτεί επίθεση από τους Ταρτάρους, οπότε και θα δοξαστεί το όνομά του στους αιώνες των αιώνων. Περνάνε λοιπόν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι Τάρταροι δεν έχουνε φανεί και ο Ντρόγκο παραμένει εκεί, ξεχνάει την κοπέλα που είχε ερωτευτεί, μοιάζει να ξεχνάει και τους γονείς και το πατρικό του σπίτι στην πόλη, τους φίλους του αλλά και τις φιλοδοξίες του που μοιάζει όλο και πιο απίθανο να επιτευχθούν. 

Οι Τάρταροι δεν εμφανίζονται ποτέ. Το ζήτημα όμως δεν ήταν εκείνοι. Το  θέμα είναι η ζωή, η ματαιότητά της, η μοναξιά που μοιάζει να είναι η μόνη αλήθεια της ύπαρξης, η καθημερινότητα που σε κρατάει αδρανή, αιχμάλωτο, που όλο λες ότι θα κάνεις πράγματα, θα προχωρήσεις γιατί έχεις χρόνο, έχεις μια  ολόκληρη ζωή, αλλά τελικά στα ίδια καταλήγεις. Και τα χρόνια περνάνε, οι δυνάμεις λιγοστεύουν, η νεότητα σου φεύγει και το μόνο καταφύγιο είναι η παραμονή στην ανία, στο γνώριμο, σ αυτό που ξέρεις και δεν το αλλάζεις και σε μια κρυφή ελπίδα μέσα σου πως οι Τάρταροι θα έρθουν και το σκηνικό θα μεταμορφωθεί. Είναι ένα βιβλίο που μιλάει με λόγια απλά, χωρίς φιοριτούρες και μεγαλοστομίες για αυτό που συμβαίνει στην άνθρωπο μέσα. Λίγο πολύ στον καθένα μας. Για τη ζωή που κυλάει μέσα μας και που πάντα ελλοχεύει μια υποψία μεγαλείου, ένα όνειρο, μια άπιαστη ευτυχία που καίει τα σωθικά μας, αλλά στην πορεία ξεχνάμε. Και για την αγάπη και τη συντροφικότητα που μοιάζει να είναι μια στιγμιαία ψευδαίσθηση για να κρατηθούμε ζωντανοί και να ξεφύγουμε από την ασύλληπτη μοναξιά μας.

"Δεν ήταν λοιπόν ο στρατιώτης που σιγοτραγουδούσε, όχι ένας άντρας ευαίσθητος στο κρύο, στις τιμωρίες και στον έρωτα, αλλά το εχθρικό βουνό. Τι θλιβερό λάθος, σκέφτηκε ο Ντρόγκο, ίσως όλα είναι έτσι, πιστεύουμε ότι γύρω μας υπάρχουν πλάσματα ίδια μ εμάς κι αντιθέτως δεν υπάρχει παρά πάγος, πέτρες που μιλάνε μια ξένη γλώσσα, ετοιμαζόμαστε να χαιρετήσουμε τον φίλο, αλλά το χέρι ξαναπέφτει νωθρό, το χαμόγελο σβήνει γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε εντελώς μόνοι".

Μια αριστουργηματική αλληγορία του Μπουτζάτι με έντονα  καφκικά στοιχεία. Είναι ευκολοδιάβαστο, φιλοσοφημένο και εθιστικό. Ίδια κεντρική ιδέα με το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Μπέκετ και θυμίζει το "Περιμένοντας τους Βαρβάρους" του Καβάφη.



Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον- Elizabeth Strout

Mια ιστορία για την αγάπη και τις ατέλειές της, το τραύμα,  τη σχέση μάνας- κόρης είναι "Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον", της Elizabeth Strout. 

Η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του '80 στο θάλαμο ενός νοσοκομείου, όπου η αφηγήτρια της ιστορίας νοσηλεύεται για εννέα εβδομάδες, κατόπιν μιας εγχείρισης σκωληκοειδίτιδας και έναν πυρετό αγνώστου αιτιολογίας, που κατατρώει και εξαντλεί τον οργανισμό της. Της λείπουν οι κόρες της, ο σύζυγός της μάλλον όχι πολύ και για 5 μέρες την επισκέπτεται η μαμά της, την οποία έχει να συναντήσει αρκετά χρόνια.

Εκεί μέσα η Λούσυ αναμετράται με τις σκόρπιες αναμνήσεις της, ότι έχει να θυμάται από μια ζωή που ξεκίνησε μέσα σε ακραία φτώχεια, με έναν πατέρα που φαίνεται να την έχει πληγώσει και μάλλον ανίκανο να φροντίσει τα παιδιά του και συνεχίστηκε με σπουδές και την ίδια να ξεφεύγει από το πατρικό της, να γίνεται συγγραφέας, να παντρεύεται και να αποκτά δυο κόρες..Σε όλη αυτή τη διαδρομή παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τη ζωή της, όπως τα συγκράτησε η μνήμη της, ατελή και μισοτελειωμένα. 

Μέσα από τους διαλόγους με τη μητέρα της, αναδεικνύεται πόσο βαθιά η συγγραφέας γνωρίζει την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Οι δυο γυναίκες συνομιλούν, προσέχοντας κάθε λέξη, κάθε παύση, μην τυχόν και θίξουν θέματα που ενδεχομένως πονέσουν ή ανασύρουν από το παρελθόν άχαρα και καταχωνιασμένα περιστατικά. Ακόμα και τις στιγμές που ξεφεύγουν και κινδυνεύουν να δημιουργηθεί ένταση μεταξύ τους, βρίσκουν τον τρόπο να το παρακάμψουν και να επιστρέψουν σε συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων. Η αγάπη δεν εξομολογείται, η μάνα δεν μπορεί να της πει σ αγαπώ, παρά μόνο τη στιγμή που έχει κλειστά τα μάτια της. Τα ανείπωτα λόγια είναι πολλά και είναι εκεί, τα νιώθεις, τα διαβάζεις στις σιωπές τους, δονούν την ατμόσφαιρα. Ότι δε λέγεται, το συμπληρώνει ο αναγνώστης, μετέχει στη δράση.

Η Λούσυ είναι μια τραυματισμένη ύπαρξη, αλλά συμφιλιωμένη με αυτό, βαθιά μοναχική που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της, που παλεύει να μάθει την αγάπη, την οποία δεν μπορεί να εκφράσει λεκτικά, που μιλάει μέσα από τις ιστορίες της- τη μοναδική ιστορία που κάθε άνθρωπος έχει να αφηγηθεί, παραλλαγμένη με διάφορους τρόπους, ανάλογα το συνομιλητή και τον συνταξιδιώτη στη ζωή. 

Το μυθιστόρημα της Strout είναι βαθιά ευαίσθητο, τρυφερό, πανέξυπνο και ανθρώπινο. Είναι καταπληκτικό γιατί μέσα σε λίγες σελίδες στήνει έναν ολόκληρο κόσμο, στον οποίο τα συναισθήματα κλιμακώνονται, και οι σχέσεις χαρτογραφούνται ρεαλιστικά με όλο το μυστήριο και τις δυσκολίες που τις περιβάλλουν. Η Λούσυ κατάφερε να μάθει να αγαπάει και να συγχωρεί. Πίστεψε ότι δεν μπορούσε. Η Λούσυ είμαι εγώ, είσαι εσύ, είναι ο καθένας μας που κάνει έναν απολογισμό ζωής και αναπολεί τη διαδρομή του.