Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Πράξη πρώτη

Μέχρι να μας χωρίσει ο θυμός, ήμουν η θάλασσα.
Μέχρι να μας χωρίσει ο φόβος, σώπαινα.

Δε μιλούσα σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μου.
Με το πρόσχημα μιας καλοσύνης, μην τυχόν και τους πέσει βαρύτερος ο καφές απ' ότι είχαν συνηθίσει.

Περιπλανιόμουνα ανάμεσα σε στενά που εκ πρώτης όψεως μου ήταν αποκρουστικά.
Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι έτσι έπρεπε να κάνω.
Είχα αφήσει απάτητους τους δρόμους που έμοιαζαν γοητευτικοί.
Φοβόμουνα τη μοναξιά εκεί.
Και προτίμησα την ανυπαρξία.

Όταν τα μάτια μου πλημμύριζαν με δάκρυα, τα πάταγα κάτω, τα μαστίγωνα.
Και ότι μέσα μου ήθελε να φωνάξει, του έδινα μια σφαλιάρα να σκάσει.
Μη σου πω ότι ζητούσα και τη βοήθειά τους να τα φρονιμεύσουν.
Να τα βάλουν τιμωρία για να μη διαμαρτυρηθούν.
Εκείνων με τα ατσαλάκωτα χαμόγελα.

Κάποια μέρα το καλοραμμένο κουστούμι από εκλεκτό ύφασμα άρχισε να με σφίγγει.
Να μου κόβει την αναπνοή.
Ως την ύστατη στιγμή, σας το λέω αλήθεια, προσπάθησα για λίγο να κρατηθώ στη ζωή.
Χωρίς να αναπνέω.

Λίγο αργότερα, κάποιο ανυπότακτο αντανακλαστικό έσκισε τα ρούχα μου.
Κι έμεινα γυμνή.
Και μόνη.
Και ήταν τόσο λυτρωτική η μοναξιά, που έμοιασε με το αγαπημένο μου τραγούδι που ακομα δεν είχε γραφτεί.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Κοντά σου

Σε κοιτούσα πίσω από τις γρίλιες.
Ένιωθα πιο άνετα να σε παρατηρώ χωρίς να με βλέπεις.
Τα μαλλιά σου φάνταζαν φωτεινότερα, τα μάτια σου πιο γελαστά.
Μια φορά που πλησίασα, παρατήρησα ότι το πρόσωπό σου έγινε χλωμό κι έτσι υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην σε πλησιάσω ποτέ ξανά τόσο πολύ.
Εκτός αν μου το ζητήσεις.

Γίνεται να φυλακίσεις τις λέξεις σε σιωπή και τη σιωπή σε τοίχους;
Πώς έχουμε παραμυθιαστεί έτσι..
Και μήπως οι λέξεις δεν είναι αυτές που φτωχαίνουν την αλήθεια;
Με την αυταπάτη τους τρεφόμαστε, ότι είναι ικανές να εκφράσουν ωκεανούς, να ερμηνεύσουν τις πλημμύρες.
Κι ας ξέρουμε ότι η ψυχή θα έχει πάντα ένα κομμάτι ανερμήνευτο, όμοιο μ αυτό που χαρίζεις όταν αγκαλιάζεις.

Κάτι τέτοια σου λέω κι εσύ ονειρεύεσαι.
Στρέφεις το βλέμμα σου προς τον ουρανό και χαιδεύεις τ' αστέρια.
Από το ίδιο υλικό άλλωστε είναι φτιαγμένη και η ψυχή σου.
Μακάρι να με άφηνες να την αγκαλιάσω, αλλά όπως σου είπα, το δικό σου κάλεσμα θα περιμένω.

Ο χρόνος φυλακίζεται;
Τον αποθηκεύουμε σε συμβόλαια, συμφωνίες, υποσχέσεις, συρρικνώνοντάς το παρόν, από φόβο μήπως ζήσουμε στο τώρα.
Και μετά γελάμε πικρά με την ειρωνεία της εγωιστικής μας ύπαρξης που δεν αφήνει το χρόνο να κυλήσει.
Κι αν είναι αργά;

Κάθε μέρα σέρνεις ένα "ήταν" προς ένα άγνωστο μέλλον.

Ανοιγόκλεισες τα μάτια σου κι από τα βλέφαρά σου ελευθερώθηκαν πνοές αγγέλων.
Τις ερωτεύτηκα.
Το χέρι σου; Χορεύετε;

https://www.youtube.com/watch?v=dMia7HJR2l4