Όταν τα βράδια έρχεσαι στο νησί μου, μοιάζει σαν να ξημερώνει.
Τα άστρα ανθίζουν στο φωτεινό λευκό τους κι ο ουρανός ενώνεται με τη θάλασσα.
Συνήθως με βρίσκεις απασχολημένη.
Να ξεριζώνω τα αγριόχορτα από τα παππούτσια μου και να απελπίζομαι που δεν μπορώ ή να χορεύω μόνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου.
Πού είμαστε αλήθεια εμείς οι άνθρωποι όταν είμαστε απασχολημένοι με το να μη ζούμε τη ζωή μας; Σε ποιά μακρινή χώρα κατοικούμε;
Απόψε με βρήκες τραυματισμένη.
Να γλείφω τις πληγές που άνοιξα και να κλαίω.
Να κλαίω που δεν μπορώ να πολεμήσω τους δαίμονές μου.
Χρόνια τώρα προσπαθώ να μάθω να κολυμπάω στους ωκεανούς.
Το χω βάλει στοίχημα να τα καταφέρω μια μέρα.
-Έχει γίνει σκοπός ζωής ξέρεις, κι αυτό που με τρομάζει πιο πολύ, είναι να μην ξεχάσω να ζω-.
Με γοητεύει το βάθος τους, αγαπώ το χρώμα τους, το απρόβλεπτο των κυμάτων τους.
-Για μια στιγμή επέπλευσα κιόλας. Και τότε ένιωσα τί σημαίνει παράδεισος.
Μα καλύτερα να μην είχα επιπλεύσει ποτέ. Γιατί η θλίψη της ανάμνησης είναι πικρότερη από την άγνοια-.
Στην υποψία ωκεανού, ταράζεται η ψυχή μου.
Αργά ή γρήγορα όμως, φοβάμαι ό,τι θα σηκωθούν άγρια κύματα και θα με πνίξουν.
Και συμβαίνει.
-Ένστικτο ή αυτοεκπληρούμενη προφητεία;-
Έτσι και σήμερα επέζησα με κόπο.
Τα σχέδια μου τόσο καιρό, οι κόποι, οι υπολογισμοί μου να μπορέσω να επιπλεύσω δεν απέδωσαν.
Να μαι πάλι στο νησί μου με γδαρμένα χέρια, ματωμένα χείλη, φοβισμένη καρδιά.
Στο όνειρό μου βρισκόμουνα ψηλά.
Έβλεπα όλο τον κόσμο, τους ωκεανούς, τις λίμνες, τα ποτάμια.
Φωτογράφιζα το σύμπαν σε κάθε μου ματιά και μια γαλήνη απλωνόταν παντού.
Μια φωνή από μέσα μου ακούστηκε εκκωφαντική στ αυτιά μου.
Κολύμπα στη λιμνούλα σου, μου είπε.
Αποδοχή: δεν τα αντέχω όλα.
Τα άστρα ανθίζουν στο φωτεινό λευκό τους κι ο ουρανός ενώνεται με τη θάλασσα.
Συνήθως με βρίσκεις απασχολημένη.
Να ξεριζώνω τα αγριόχορτα από τα παππούτσια μου και να απελπίζομαι που δεν μπορώ ή να χορεύω μόνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου.
Πού είμαστε αλήθεια εμείς οι άνθρωποι όταν είμαστε απασχολημένοι με το να μη ζούμε τη ζωή μας; Σε ποιά μακρινή χώρα κατοικούμε;
Απόψε με βρήκες τραυματισμένη.
Να γλείφω τις πληγές που άνοιξα και να κλαίω.
Να κλαίω που δεν μπορώ να πολεμήσω τους δαίμονές μου.
Χρόνια τώρα προσπαθώ να μάθω να κολυμπάω στους ωκεανούς.
Το χω βάλει στοίχημα να τα καταφέρω μια μέρα.
-Έχει γίνει σκοπός ζωής ξέρεις, κι αυτό που με τρομάζει πιο πολύ, είναι να μην ξεχάσω να ζω-.
Με γοητεύει το βάθος τους, αγαπώ το χρώμα τους, το απρόβλεπτο των κυμάτων τους.
-Για μια στιγμή επέπλευσα κιόλας. Και τότε ένιωσα τί σημαίνει παράδεισος.
Μα καλύτερα να μην είχα επιπλεύσει ποτέ. Γιατί η θλίψη της ανάμνησης είναι πικρότερη από την άγνοια-.
Στην υποψία ωκεανού, ταράζεται η ψυχή μου.
Αργά ή γρήγορα όμως, φοβάμαι ό,τι θα σηκωθούν άγρια κύματα και θα με πνίξουν.
Και συμβαίνει.
-Ένστικτο ή αυτοεκπληρούμενη προφητεία;-
Έτσι και σήμερα επέζησα με κόπο.
Τα σχέδια μου τόσο καιρό, οι κόποι, οι υπολογισμοί μου να μπορέσω να επιπλεύσω δεν απέδωσαν.
Να μαι πάλι στο νησί μου με γδαρμένα χέρια, ματωμένα χείλη, φοβισμένη καρδιά.
Στο όνειρό μου βρισκόμουνα ψηλά.
Έβλεπα όλο τον κόσμο, τους ωκεανούς, τις λίμνες, τα ποτάμια.
Φωτογράφιζα το σύμπαν σε κάθε μου ματιά και μια γαλήνη απλωνόταν παντού.
Μια φωνή από μέσα μου ακούστηκε εκκωφαντική στ αυτιά μου.
Κολύμπα στη λιμνούλα σου, μου είπε.
Αποδοχή: δεν τα αντέχω όλα.